Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

Τάσος Λειβαδίτης, "Ο τυφλός με τον λύχνο"





[ΔΑΦΝΕΣ ΓΙΑ ΝΙΚΗΜΕΝΟΥΣ]



ΜΕΡΙΜΝΑ


Η ησυχία ήταν απόλυτη − εννοώ για τους άλλους, γιατί εγώ είχα πάντα διαθέσιμους τους τελευταίους πυροβολισμούς (από μια εξέγερση που χάθηκε εδώ και χρόνια) − εξάλλου άνθρωπος είμαι κι εγώ, χρειάζομαι λίγη μέριμνα: ένα όνειρο ή μια μητέρα ή έστω μια ξαφνική περιφρόνηση που σε κάνει να τα ξεχνάς όλα, σαν τη μυρωδιά των κυπαρισσιών τα βράδια
που σε παρηγορεί για την ίδια τη ματαιότητα.





ΤΑ ΨΕΥΔΗ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ


Ποτέ δε φανταζόμουν ότι τόσες πολλές μέρες κάνουν μια τόσο λίγη ζωή.





ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΑΙΤΙΕΣ


Κι αυτοί που μαζεύουν τ αποφόρια του κόσμου δεν είναι για να
τα φορέσουν,
απλώς σκεπάζουν το βράδυ τη λάμπα, για να μπορούν να
συγχωρούν.





ΔΙΑΒΑΤΗΣ


Ήταν παράξενος κι ίσως γι’ αυτό μπορούσε να περάσει μια ολόκληρη
πόλη άθικτος
κάνοντας εκείνες τις μικρές παραχωρήσεις που κάνουν οι μητέρες
στα όνειρα
κι οι νικημένοι στην ευπιστία.





ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ


Η ζωή δεν έχει έλεος σαν τα παιδιά, ούτε φιλίες σαν την ποίηση. Κι ο κόσμος μοιάζει της μητέρας μου: αγαπημένος
και χαμένος για πάντα.





[ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΣΗ]



ΑΓΙΟΤΗΤΑ


Ημερολόγιο ήσυχο στον τοίχο, μια ημερομηνία κι οι άγιοι σιωπηλοί, χλωμοί κι αναμάρτητοι, σημειωμένοι μόνο με το μικρό τους όνομα, όπως τους φώναζε η μητέρα τους.

Κύριε, κανείς δεν ήθελε να μεγαλώσει.





ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ


Τελικά, υπήρξες ο μόνος φίλος μου, έστω κι αν ήσουν ένα πρόσωπο φανταστικό, αλλά τι θα πει φανταστικό όταν σου χρωστάω τα πιο ωραία μου δάκρυα, εξάλλου η αληθινή ζωή μας είναι αλλού κι εμείς εδώ περιπλανιόμαστε χαμένοι − μόνο καμιά φορά στέκομαι και κοιτάζω το βάθος τ’ ουρανού, ένα βάθος που έχει τόσα να σου πει όταν είσαι πια ξεγραμμένος, κι ύστερα τρέχω πάλι ψάχνοντας σαν τρελός, να βρω τι; − να βρω τι, όταν η αιωνιότητα έμεινε για πάντα στον παλιό πατρικό κήπο.
Κι όπως νύχτωνε άρχισα να τραγουδάω, γιατί το τραγούδι είναι το τέλος, αφού όλα άρχισαν μες στη σιωπή…





ΕΥΝΟΙΕΣ


Άνθρωποι που πολύ τους ταπείνωσαν κι ο Θεός τους λυπήθηκε και τους έδωσε και μια προηγούμενη ζωή −
έτσι θυμούνται τώρα περισσότερα.





Από τη συλλογή «Ο τυφλός με τον λύχνο», 1983, που περιλαμβάνεται στο συγκεντρωτικό έργο «Τάσος Λειβαδίτης - Ποίηση, (Τόμος τρίτος 1979 - 1990)», εκδ. Κέδρος 2003, 6η έκδοση.

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

Μαρία Καραγιάννη, "Ποιήματα"





ΕΘΡΕΨΑΝ ΟΙ ΣΧΙΣΜΕΣ


Έθρεψαν οι σχισμές
Τα χόρτα άγρια
πυκνά σα βύσματα
σφηνώθηκαν βαθιά
και κλείσανε ολότελα
την έξοδο
Τα σχήματα στους τοίχους
κρύφτηκαν
Στο μαυρισμένο δέρμα
δε διακρίνονται
σχεδιάσματα τεράτων
Κι οι άκρες των δακτύλων
με πεσμένα νύχια
τρυφερές
σαν πρώιμου βρέφους
ήσυχα αναπαύουνε τη σάρκα τους
σαν κοιμισμένα περιστέρια.



Από τη συλλογή «Η Κατάδυση και ο Πυθμένας», 1973.





ΑΥΤΟΣ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ


Αυτός ο ουρανός
δεν είναι για φτερά
έρχεται χαμηλά
και τα χτυπάει στη γη
κλείνει το στόμα
των περιστεριών
καίει φωνές
πριν φτάσουν τις φωνές
κι αν ξεκινήσουνε παιδιά
από τη μία όχθη
στην άλλη όχθη
όστρακα τα στέλνει



Από τη συλλογή «Δίδυμο όνειρο», 1979.





ΟΤΑΝ ΑΝΑΒΟΥΝ ΟΙ ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ


Όταν τη νύχτα ανάβουν οι καθρέφτες
κι όλες οι μνήμες
οι φωνές που εξόρισες
παραβιάζουν βάναυσα τις κλειδωμένες πόρτες
του ύπνου σου
έρχονται λάμποντας αυτοί που αγάπησες
με όλα τα δώρα σου θρυμματισμένα
σε κυνηγούν
πριν μπεις στο σώμα σου
ψυχούλα σαστισμένη
με ένα φτερό να καίγεται ακόμα στο όνειρο
το άλλο φτερό να τριγυρνάει σπασμωδικά
στην κάμαρα




Η ΕΞΩΘΕΝ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ


Αυτή τη γρίλια απ’ όπου μπαίνει
τεμαχισμένο σε μικρά ορθογώνια
το φως
κι οριοθετεί αδιάφορα το σπίτι
από τον κόσμο
δεν πρέπει να την ανεβάσω. Καλά είναι
έτσι· τυχαία τελείως μου δείχνει
το μερτικό που στέργει να μου δώσει
η κάθε μέρα,
υποδεικνύοντας με σαφήνεια
σχεδόν γεωμετρική
την πάσα ανάγκη του εγκλεισμού



Από τη συλλογή «Μυστική δίοδος» (1989).





Ο ΓΥΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ


Ο ποιητής
πραματευτής και γυρολόγος της ερήμου
την άπληστη λευκότητα των ημερών του
που απόμειναν
και την αζήτητη πραμάτεια του
την διαλαλεί με ήχους
ακατάληπτους
το άνυδρο πρόσωπο
το φροντισμένο προσωπείο
σε άβυσσο το αφήνει να κυλάει
και μίμος πια μοναχικός
με άναρθρα κρόταλα κραυγών
χειρονομεί ανακόλουθα
ιερουργεί τις ξεχασμένες σημασίες
τις λέξεις του αρχέγονες
απεγκλωβίζει στο κενό
στην άχνα
της αργής του εκπνοής
να φωσφορίζουν



(Περιοδικό Εντευκτήριο, τχ. 58, 2002).





ΟΛΑ ΑΝΑΜΟΧΛΕΥΟΝΤΑΙ ΔΙΑΡΚΩΣ


Όλα αναμοχλεύονται διαρκώς·
όνειρα είναι που τα κοιτάς
και τα ακούς, εν εγρηγόρσει,
θαλασσινά τοπία, δάση με ξέφωτα
με φτέρες να θροούν
και να λικνίζονται στους ίσκιους
κι άξαφνα πλήθη να περνούν κι αγάλματα
κι αγαπημένοι παρελαύνουν
από τραπέζια γιορτινά επιστρέφουνε
κι από νεκρόδειπνους,
με νεύματα ταραγμένα μας καλούν
κλαιν και μιλούν ανάκουστοι
εξάπτονται ριγούνε και σκοντάφτουν
κι όπως τους παίρνει τυραγνισμένη θύμηση
ήμερα αναγέρνουν
κι ωσάν σκιές σε ανάληψη
νέφος σινδόνα ουράνια
αίφνης τους σκεπάζει



(Περιοδικό Εντευκτήριο, τχ. 77, 2007).





Τα ποιήματα περιέχονται στον τόμο: «Α. Ευαγγέλου - Γ. Αράγης, Δεύτερη Μεταπολεμική Ποιητική Γενιά (1950-2012) - Ανθολογία», εκδ. Gutenberg (β΄ έκδοση, συμπληρωμένη), Μάρτιος 2017.
Στην εικόνα: Marc Chagall, "Abraham et les trois anges".

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

Νίκος Μανούδης, "Σεβρολέτ"




«ΣΕΒΡΟΛΕΤ»


− Θα τους ανακαλύψω... Όλα είναι ζήτημα χρόνου..!
Μουρμούρισε ανάμεσα στα δόντια του ο αστυνόμος Μενέλαος και πάτησε πιο βαθιά το γκάζι στην παλιά «σεβρολέτ» της υπηρεσίας. Το μεγάλο αυτοκίνητο μούγκρισε θυμωμένο και συνέχισε να τρέχει στο κακοτράχαλο δρόμο. Η σειρήνα ούρλιαζε δαιμονισμένα και ο κόκκινος φάρος αναβόσβηνε τρομακτικά μέσα στην άγρια νύχτα.
Ήταν σίγουρος, πως δεν θα αργούσε να εντοπίσει τους απαχθέντες. Είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό του.
Χρόνια τον απασχολούσε αυτή η υπόθεση, αλλά όλο ανάβαλε την λύση της.
Μέχρι σήμερα, που άγγιξε και τον ίδιο.
«Ποιος απαγάγει τους έρωτες; Πού τους κρύβει; Ποια είναι τα κίνητρα;»
Όλα αυτά έπρεπε να απαντηθούν αμέσως. Τώρα, που ο έρωτας της Ελένης για εκείνον, είχε εξαφανισθεί μαζί της.
Συνέχισε να οδηγεί μανιασμένα στο παρελθόν, για να βρει μιαν άκρη. Η παλιά «σεβρολέτ» με την σαραβαλιασμένη ανάρτηση χτυπιόταν βάναυσα στις βαθιές λακκούβες των αναμνήσεων, ώσπου… Κάτι έσπασε στην αριστερή ρόδα.
Το αυτοκίνητο έγειρε επικίνδυνα, αλλά σταμάτησε στο χείλος του γκρεμού.
Βγήκε από μέσα βρίζοντας την ατυχία του.
Ο φάρος συνέχισε να αναβοσβήνει και η σειρήνα να ουρλιάζει … αναζητώντας τους χαμένους έρωτες.
Άναψε ένα βαρύ τσιγάρο.
Ανάμεσα στα σύννεφα καπνού, είδε να πλησιάζει και να σταματά ένα «φιατάκι».
Χαμογέλασε ανακουφισμένος. Έσβησε την μηχανή της «σεβρολέτ» και πλησίασε.
Ξεπρόβαλε μια γυναικεία οπτασία… Κάτι ανάμεσα σε άγγελο και Αφροδίτη.
Μάλλον και τα δυο μαζί.
− Θέλετε βοήθεια; ρώτησε.
− Να γυρίσουμε στο σήμερα, απάντησε ο Πάρις.
Μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν..
Η παλιά «σεβρολέτ» και οι χαμένοι έρωτες μπορούσαν να περιμένουν.
Όλα είναι ζήτημα χρόνου!





Από το λεύκωμα «11 λογοτέχνες και 23 εικαστικοί - Πεδία συνάντησης».
Στη εικόνα: Έργο της Ευαγγελίας Καΐκη, ακουαρέλα 47x30 cm.

Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017

Κώστας Θ. Ριζάκης, "Τα επόμενα πένθη"




ποτέ το φως


είν’ η φωνή μου λάμψη που πεθαίνει
πλάι σε νερά σε βράχια σε πουλιά
ένα μονόξυλο ριγμένο σε πηγάδι

επιδρομή στον στίχο που βογγά
κυματισμός της λύπης μου στο βράδυ

τυφεκισμός στη σιωπή που αγρυπνά
– ποτέ το φως δεν αστοχεί
μες στο σκοτάδι

ποτέ σκοτάδι δε σκοτώθηκε με φως





ονομάτων πληγές (στ)


πιο πυκνή από χιόνι βροχή
βομβαρδίζει τη νύχτα

οι μικρές μου δορκάδες ψυχές
στα ορύγματα φτάνουν
καταφύγιο στη νύχτα να βρουν

να φυτρώσουν σε χώμα
οι νεκρές μου δορκάδες ψυχές

οι πικρές ελαφίνες φυγές μου!





Αχέροντας


κωπηλατεί ο μυθικός βαρκάρης
στα δόντια του νεκρού το νόμισμα
βορά στην προαιώνια οφειλή του

μα εγώ των παφλασμών
τη μουσική συγκράτησα
και τη σφυρίζω στη λευκή
σελίδα από μνήμης
κι αιμορραγώ στο γνώριμο
ταξίδι με άλλο πρόσωπο

κι όπως με το δικό σου όνομα ξεψύχησα

αναπόσπαστος μέσα μου
αναλλοίωτος ζεις





οι πατρίδες


δαγκωμένη ψυχή
(μοιρασμένος καημός)
απλωμένος στο όνειρο
ρεμπέτης καιρός
ανάπηρο βράδυ
σε υπόγειο καρφί
ξαρματώνει τον ήλιο

:αρμαθιές οι πατρίδες:

με τα νύχια στις λέξεις
με τις λέξεις στα δόντια
με τα δόντια στους στίχους
με τους στίχους στο αίμα
με το αίμα στο βλέμμα με

το αίμα στο ποίημα!





τα επόμενα πένθη


της ψυχής μου η λαχτάρα στο όνειρο τρέμει
σκοτεινή απειλή του αδελφού το σπαθί
«είναι ψέμμα το αίμα! − πληγή μας ο μύθος»
«άλλοι το ’θελαν!» δίδυμες σκούζουν φωνές
αποτρόπαιες μέρες οι άγνωστες νύχτες
αλαζόνες του Κρέοντα πάντα οι βουλές
τα επόμενα πένθη γυμνά
να στηρίζουν –

ριζικό το κουφάρι μου μόνη Αντιγόνη
να ευωδιάζει ο τάφος σαγήνη και φως
να μη λιώνω πηλός στη βροχή

– τους Αιώνες!





Από τη συλλογή «Τα επόμενα πένθη» [1997], που περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική έκδοση «Επιτάφιος δρόμος - Ποιήματα Α΄ [1985 - 2010]», εκδ. Γαβριηλίδη 2015.
Στην εικόνα: Πορτραίτο του ποιητή φιλοτεχνημένο από τον Γιάννη Στεφανάκι.

Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

Φωτεινή Βασιλοπούλου, "Πρωσικό μπλε"




Πλάνης


Την τελευταία φορά που πέθανα
ξέχασαν να με θάψουν
και χρόνια τώρα
ανάμεσά τους τριγυρνώ

Πλάνης
ανάμεσα στους άλλους άταφους νεκρούς
που
ζωντανοί νομίζουν ότι είναι.





Μηνίσκος


Οποία αποκάλυψις στο λεξικό!
Μικρή σελήνη.
Ίσως γι’ αυτό όταν οδεύει προς την έκλειψη
ως και στο γόνατο βαθιά
φρικτά η απουσία σου με πονάει.
Το σώμα ενθυμείται
την απώλεια.
Επιτολή μηνίσκου σεληνιακού.

Επιτολή θλίψης ημισελήνου.





Σκόνη


Ξόδεψε χρόνια ολόκληρα
τινάζοντας απ’ το μπαλκόνι χαλιά, κουβέρτες, αναμνήσεις.
Και από κάτω παιδάκι η ίδια να μαζεύει τ’ άνθη
της νύφης που ονειρεύτηκε να γίνει.
Τότε που ακόμα δεν το ήξερε
πως μια ζωή θα πάλευε με ήττες και με σκόνη
με αναμνήσεις και με όνειρα
που σκοτωμένα ένα ένα θα ’ριχνε απ’ το μπαλκόνι.





Συναίσθημα αποδημητικό


H θλίψη έχτισε φωλιές στα μάτια σου.
Ως το φθινόπωρο
κάτω απ’ τα βλέφαρά σου θα επιδημεί.
Στα πρώτα κρύα θ’ ανοίξει τα φτερά της για τον Νότο
γι’ άλλες στεριές
για θάλασσες πιο μακρινές
για μάτια άλλα πιο ζεστά
πιο φωτεινά

Που τώρα ακόμη ανυποψίαστα κι αμέριμνα γελάν.





Άνοιξη


Τους πάγους λιώνω
των χρόνων που δε ζήσαμε μαζί.
Ρουφώ σταγόνες, ρύακες, ποτάμια.
Φουρτουνιασμένες θάλασσες
κατεβασιές.

Και στάλα να μη λέω να ξεδιψάσω!





Από τη συλλογή «Πρωσικό μπλε», Οι εκδόσεις των φίλων, 2016.

Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2017

Αναστασία Θεοδωρούδη, "Χτυπούν την πόρτα μου οι δρόμοι"




)__)(__)(_)(_)(____(_


Καπέλο


Εκείνος περνά.
Λίγο σκυφτός.
Και λίγο διπλωμάτης.
Περηφανεύεται σε όλους
πως ποτέ δεν τον δαγκάσανε
σκυλιά στους δρόμους.
Ούτ’ ένα σκίσιμο
δεν έχει στην άψογη περιβολή του.
Κάποια κλωστούλα έρωτα
μιαν άνοιξη που ξήλωσε
λιγάκι στο γιακά του,
την έκοψε στα γρήγορα.
Κρατώντας σταθερά
στο χέρι ψαλιδάκι.
Κι ένα χαρτί,
χαρτί παλιό,
που έγραφε ξεθωριασμένα
και θαμπά,
θνητός.
Ή θνησιμότητα.
Το τσαλάκωσε.
Το έβαλε στη τζέπη.
Σαν πήγε σπίτι,
έκατσε και το δίπλωσε.
Με προσοχή.
Και επιμελημένα.
Το έκαμε καπέλο.
Να το φορεί.
Να μην ζαλίζεται.
Απ’ τον πολύ το ήλιο.
Σ’ αυτό το κάθε μέρα.
Σ’ αυτό το κάθε μέρα.





)(__)(_)(__)(___)(_


Σε ανοίγω στα δύο σα καρπούζι.
Παραγεμισμένο σκοτάδι.
Μέσα σου γυαλίζουν υγρά κουκούτσια αστέρια.
Σε βρήκα πεταμένο.
Στους χωμάτινους δρόμους μιας επαρχίας θολής.
Κι όλο το όνομα σου ξεχνούσα.
Σκόνη.
Αλκοόλ φτηνό.
Τσιγάρα λαθραία.
Κι εσύ στο δρόμο μου.
Κι εγώ διψούσα.





)(___)(___)(____)(_)(_


Ένα μουρμούρισμα


Ένα μουρμούρισμα.
Ίσιο.
Κι ανάμεσα η φωνή
του αρνιού που πεινά.
Ένα μουρμούρισμα.
Κι ανάμεσα το φύλλο
από τη φλαμουριά
που σκάει πράσινο.
Κοιτάζω κάτω απ’ τα κρεβάτια μου.
Κάτω από τους έρωτες
που έχω αγάλματα
Σε όλες τις πλατείες.
Στους πεσόντες μου.
Να δω ποιος μουρμουρά.
Τόσο αδιάφορα
Και τόσο παγωμένα.
Δεν βρήκα κανέναν.
Κοιτώ στα σεντούκια μου
Μέσα σε ρούχα που δε φορώ πια.
Σε σπίτια που ξενοίκιασα.
Κανένας.
Κοιτώ κάτω απ’ το μαξιλάρι μου.
Μέσα στον κρατήρα
που φτάνει ως τον πυρήνα μου.
Φωνάζω ονόματα.
Που ποτέ δεν ξέχασα.
Κανένας.
Το παγερό μουρμουρητό.
Αδιάφορο.
Για το αν ζω.
Αν ζεις.
Αν πέθανα.
Αν πέθανες.
Παντού.
Κοντά στ’ αυτί μου.
Στο πλευρό μου.
Αφηγείται.
Χωρίς τα γεγονότα να έχουν
σημασία καμία.
Ούτε αξία.





)(___)(___)(____)(_)(_


Το ήσυχο νερό


Κάθομαι έξω.
Στο δρόμο.
Από μακριά φωνές.
Ένας τραγουδιστής πνίγηκε
καθώς τραγουδούσε τη θάλασσα.
Με τα ίδια του τα λόγια.
Ένας ερωτευμένος άντρας,
παρασύρθηκε γυμνός
Από τον ίδιο του
τον κόκκινο ποταμό.
Κοιτάζω τα πτώματα.
Πώς επιπλέουν
στο ήσυχο νερό της νύχτας.
Το ένα τους μάτι
ακόμα ανοιχτό
Και έκπληκτο.
Τ’ άλλο κλειστό.
Παραδομένο.





)(__)(__)(____)(_____)(_


Νύσταξα.
Μες στην αυλή μου.
Κάθομαι σε μια καρέκλα γερτή.
Ένα αστέρι σκυλί
τρίβεται στα πόδια μου.
Για λίγο ψωμί από το στάχυ μου.
Κείνο τ’ αγριοσίταρο.
Το πάντ’ αθέριστο.
Το πάντα ξεχασμένο.
Που φυτρώνει στα πλαϊνά
Του δρόμου μου.





(())__))((_(())____))((__(())_


Κοιτάζω κάτω στο δρόμο
Το κεφάλι χαμηλά
βαρίδια τα μάτια.
Τα χέρια
σφιχτά σε γροθιές.
Φυσά παγωμένος αέρας
από πέρα
απ’ τα μελλούμενα.
Τα βάζω στις τσέπες.
Τα νιώθω μεγάλα τα χέρια μου
και δυνατά.
Αρκούδες που κρύφτηκαν στις σπηλιές
για να γεννήσουν.





Στην εικόνα: Vincent van Gogh, "Country Road", 1890.

Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2017

Ζωγραφική και Λογοτεχνία σε συνύπαρξη στο Εργαστήρι του Κων/νου Αρώνη στη Βέροια - Εγκαίνια Έκθεσης στο café McOza (6-10-2017)




γράφει η Δήμητρα Σμυρνή


Μετά από έξι χρόνια, από τότε που στήθηκε στη Βέροια το Εργαστήρι του Κωνσταντίνου Αρώνη, του γνωστού εικαστικού και αρχιτέκτονα, οι μαθητές του συνεχίζουν να δημιουργούν, να εκθέτουν τη δουλειά τους και προπαντός να δένονται με το δάσκαλό με δεσμούς που αποδεικνύονται κάθε χρόνο και πιο δυνατοί.

Και φέτος πάλι η έκθεση στο καφέ-γκαλερί McOza, και στους δυο ορόφους του, με τους καλλιτέχνες, με λογοτέχνες, με φίλους που ήρθαν για να δουν τα έργα της περασμένης χρονιάς, και με μια πρωτοτυπία. Τα εγκαίνια της έκθεσης, που έγιναν χθες, είχαν να προσθέσουν μια άλλη διάσταση στη βραδιά, αφού συνοδεύονταν από την παρουσίαση ενός λευκώματος του Εργαστηρίου.

Με τον τίτλο «11 Λογοτέχνες και 23 Εικαστικοί - Πεδία συνάντησης», το λεύκωμα, που επιμελήθηκαν ο Κωνσταντίνος Αρώνης και η Αλεξάνδρα Μυλωνά, περιέχει έργα καλλιτεχνών του Εργαστηρίου, που για τη δημιουργία τους ως πηγή έμπνευσης είχαν λογοτεχνικά κείμενα ανθρώπων της Βέροιας. Ανάμεσα τους κατατέθηκαν και ποιήματα ποιητών του Ποιητικού Πυρήνα.

Ο Κωνσταντίνος Αρώνης είπε χαρακτηριστικά για την έκθεση και το λεύκωμα:
«Μετά από έξι χρόνια δουλειάς στη Βέροια, με εκθέσεις των μαθητών μας όχι μόνο στη Βέροια και στη Θεσσαλονίκη, αλλά και στο Παρίσι πέρυσι, το McOza φιλοξενεί και πάλι τα έργα μας της περασμένης χρονιάς.
Το ιδιαίτερο της βραδιάς των εγκαινίων είναι η έκδοση ενός λευκώματος, αποτέλεσμα της ιδέας συνύπαρξης της ζωγραφικής με τη λογοτεχνία και πιο συγκεκριμένα της συνύπαρξης του Ποιητικού Πυρήνα με το Εργαστήρι.
Πέρυσι έγινε στον ίδιο χώρο ένα δρώμενο, για να δείξει τη σύζευξη ποίησης και ζωγραφικής. Η ιδέα προχώρησε και τα μέλη του Πυρήνα διέθεσαν ποιήματά τους μαζί με λογοτεχνικά κείμενα άλλων Βεροιέων, ώστε να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για τους μαθητές του Εργαστηρίου.
Αναλύσαμε και προσεγγίσαμε τα ποιήματα όλη τη χρονιά. Δεν κάναμε εικονογράφηση αλλά μια παράλληλη δράση. Το ποίημα δημιουργεί συνειρμούς και στον καμβά μεταφέρεται η εικόνα.
Πρόκληση για μας ήταν να παρουσιαστούν δίπλα-δίπλα το κείμενο και η ζωγραφική πρόταση.
Το λεύκωμα το επιμελήθηκε η Αλεξάνδρα Μυλωνά. Είναι ένα πρώτο τεύχος, το οποίο θα έχει και συνέχεια».

Εκπροσωπώντας τον Ποιητικό Πυρήνα ο Δημήτρης Παπαστεργίου πρόσθεσε:
«Δεχτήκαμε την πρόκληση από το Εργαστήρι του Κων/νου Αρώνη και ανταποκριθήκαμε στη γοητεία του συνειρμού. Δεν έχουμε παρά να ευχαριστήσουμε το Εργαστήρι γι’ αυτήν τη γόνιμη και πρωτότυπη συνεργασία».

Μια ενδιαφέρουσα έκθεση και ένα εντυπωσιακό λεύκωμα, προϊόν μιας πρωτότυπης ιδέας, που ξάφνιασε με την αισθητική του.

Εκθέτουν οι εικαστικοί καλλιτέχνες: Δήμητρα Αβραάμ, Έλσα Αθανασάκη, Λίλα Βαρελοπούλου-Λιάκου, Όλγα Γιαμά, Σίσσυ Γκαμπέση, Άγγελος Ζορμπάς, Ευαγγέλια Καΐκη, Νεκταρία Καραλή, Λύδια Καραμούτη, Αναστασία Κότσιαλου, Κατερίνα Κυριακού, Εύα Λιγάκη, Ουράνια Μανουσαρίδου, Σωτήρης Μάντζος, Σοφία Ναλμπάντη-Μανούδη, Δώρα Μουρατίδου, Έφη Σοφιανίδου, Ελένη Συλίβριλη, Μαρία Τασσιοπούλου, Πόπη Τσιάλου-Κεχαγιόγλου, Μελετίνη Τσίλη, Χρύσα Φιλίντατζη, Γιάννης Φωτόπουλος, Μαρία Χειμωνοπούλου και Κωνσταντίνος Χρυσοστομίδης.

Στο λεύκωμα συμμετέχουν οι λογοτέχνες: Κούλα Αδαλόγλου, Βασίλης Δασκαλάκης, Δημήτρης Καπετανάκης, Δημήτριος Ιορδ. Καρασάββας, Σούλης Λιάκος, Νίκος Μανούδης, Αλεξάνδρα Μυλωνά, Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, Παύλος Παρασκευαΐδης, Γιάννης Φωτόπουλος και Ιγνάτης Χουβαρδάς.













Φωτογραφίες: Δήμητρα Σμυρνή, Δημήτρης Τσιμούρας.

Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017

Μαρία Κέντρου - Αγαθοπούλου, "Θαλασσινό ημερολόγιο"





ΜΟΝΑΧΑ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥΣ ΘΥΜΑΜΑΙ


Συχνά ονειρεύομαι
Τις παιδικές μου φίλες
Μ’ άσπρα μαλλιά
Μικρές γριούλες
Να σεργιανούν απ’ το μπαλκόνι τους
Τους μικρούς γέρους εραστές τους
Ή να πηγαίνουν να τους συναντήσουν
Σε κάτι δρόμους από καταχνιά
Βαδίζουν βιαστικά όλες
Με τα λιγνά κατοχικά τους ποδαράκια
Δεν διακρίνω καλά το πρόσωπό τους
Μονάχα τ’ όνομά τους θυμάμαι
Κορνηλία Ευγενία
Θεοδώρα Βασιλική
Και πνίγεται η φωνή μου
Μέσα στον ύπνο μου





ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ


Οι γυναίκες της μεγάλης ηλικίας
Μοιάζουν σα να μη τις άγγιξε κανείς
Έτσι που κάθονται στο σπίτι μονάχες
Ή στην εξοχή με σταυρωμένα χέρια

Τι να αισθάνονται τάχα
Την ώρα που νυχτώνει
Και πρέπει να κοιμηθούνε πάλι
Χωρίς να ’ναι κουρασμένες

Λένε πως βλέπουν όνειρα πολλά
Πως κουβεντιάζουν με τους πεθαμένους
Γι’ αυτό φαίνονται θλιμμένες το πρωί
Έτσι που πίνουν σιωπηλά τον καφέ τους
Χωρίς σχέδια και προοπτικές
Για τη νέα μέρα
Που προχωρεί απάνω τους
Αδιάφορα





ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ


Ο αόρατος συγκάτοικός μου
Ρίχνει ένα πικρό σκονάκι
Μέσα στον πρωινό καφέ μου

Ξεκινώ τη μέρα μου
Με παυσίπονα
Και φυσιοθεραπείες
Για το αριστερό μου χέρι

Μέρα της εκδρομής
Και του έρωτα
Και της επανάστασης
Και γω
Με το αριστερό μου χέρι
Εν αχρηστία





ΕΚ ΤΟΥ ΜΑΚΡΟΘΕΝ


Εκεί
Στο βάθος του δρόμου
Βρέχει
Δε βλέπω καλά
Αλλά νομίζω πως εσύ
Δεν είσαι εκεί
Και γω δεν είμαι εκεί
Μονάχα ένα αδέσποτο σκυλί
Με μάτια ματωμένα
Από την πέτρα





ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ


Τα μάτια σου
Είναι
Σαν τσακισμένα
Μυστικά
Που τρέφονται
Απ’ τα φτωχά ελέη
Του Θεού
Κι απ’ τη δική μου
Καταφαγωμένη αγάπη






Από τη συλλογή «Θαλασσινό ημερολόγιο» (1981), που περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική έκδοση «Επιλογές και σύνολα», εκδ. Νησίδες, 2001.