Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015

Παύλος Παρασκευαΐδης, "Κική"




Κική

Η Κική γέννησε. Ίσως η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής της. Γεμάτη χαρά τώρα που  έγινε μητέρα. Από μικρή όταν έπαιζε με τις κούκλες αυτό έκανε. Τη μάνα παρίστανε. Και τώρα είναι. Επιτέλους έγινε. Ο Γιώργος καταφθάνει στην Κλινική με τ’ αγαπημένα λουλούδια της Κικής. Μπαίνει μέσα ζωγραφιστό χαμόγελο αγκαλιάζει την Κική η πόρτα κλείνει το ζευγάρι μόνο. Αλλά κάνε ησυχία επειδή το μωρό κοιμάται. Είναι τυλιγμένο και μόνο το κεφαλάκι του φαίνεται. Το κοιτάνε μαζί την αγκαλιάζει και γεμίζουν περηφάνια οι γονείς. Κοιμάται. Τελικά σε ποιον απ’ τους δύο μοιάζει; Είναι μικρούλι ακόμη. Άλλωστε αυτό δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι επιτέλους γίνανε γονείς. Κοιτάει το μωρό τριγύρω αντικρίζοντας τον κόσμο στην πρώτη του ματιά. Είναι περήφανοι γιατί είναι το πρώτο τους παιδί. Ανοίγει τα γατίσια μάτια του και οι γονείς παραληρούν. Αχ κοίτα το! Τι όμορφο, τι γλυκούλι! Αχ το μωρό μου! Που είσαι βρε; Τζα; Να ο μπαμπάς είναι, κοίτα τον μπαμπά σου. Και το γατί κοιτάει γεμάτο περιέργεια. Το χαϊδεύει η μάνα του. Ξαφνικά πετάγεται το γατί γρατζουνάει το μπαμπά στο πρόσωπο φεύγει από το μισάνοιχτο παράθυρο. Εξαφανίστηκε. Μη φοβάσαι Κική το μωρό μας θα γυρίσει. Μετά από τρεις ώρες επιστρέφει το γατί μ’ έναν ποντικό στο στόμα ξεσκίζοντας τις σάρκες του. Τον καταβροχθίζει λαίμαργα. Βρε έλα εδώ στη μαμά και στον μπαμπά. Έρχεται και κουλουριάζεται στην αγκαλιά της μάνας του. Μπαίνει η μαία και τους συγχαίρει. Όλα καλά με το μωρό; ρωτάει. Μόλις έφαγε έναν μεγάλο ποντικό χορτάτο είναι. Να σας ζήσει και πάλι ότι με χρειαστείτε εδώ είμαι. Φεύγει. Και ρωτάει ο Γιώργος μα πως θα είναι εδώ αφού έφυγε. Κύλησαν τα χρόνια κι έφτασε η πρώτη μέρα στο σχολείο. Μαμάδες και μπαμπάδες με τα γατιά τους προσέρχονται σε λίγο ο αγιασμός. Υπάρχει μια επισημότητα στη συμπεριφορά όλων καθώς η πολυπόθητη μέρα έφτασε. Διαβάζει η Διευθύντρια του Σχολείου τον χαιρετισμό του Υπουργού: Επιτέλους μετά από τόσες και τόσες γενιές καταφέραμε να φτάσουμε την ανθρωπότητα εκεί που θέλαμε. Αφαιρέσαμε κάθε είδους κριτική σκέψη και φαντασία έτσι που απέμειναν μονάχα τα ένστικτα. Ζούμε μεγάλες στιγμές της ανθρωπότητας. Όπως καταλαβαίνετε δεν υπάρχει καν λόγος για σχολεία. Ξαναγυρίστε στα σπίτια σας με τα μονάκριβα τέκνα σας, χαρείτε τους μισθούς σας, άλλωστε είστε οι τελευταίοι που τους λαμβάνετε κι αφεθείτε στις υπέροχες κυβερνητικές μας υπηρεσίες. Όσα ξέρατε ξεχάστε τα. Το μέλλον το αλλάξαμε. Καλή σας μέρα τα σχολεία κλείνουν άπαξ και δια παντός. Την ευχή της κυβέρνησης να έχετε τώρα που αλλάζει σελίδα η Ιστορία.




Η εικόνα είναι από την ηλ. διεύθυνση:
http://robot6.comicbookresources.com/2014/01/gerard-way-teases-cat-comic-all-ages/

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

Άγγελος Καλογερόπουλος, "Ο ξένος"




Ο ΞΕΝΟΣ

Κατέβηκε π τν γάιδαρό του
– πόσον καιρ εχα ν δ γαϊδούρι –
Κοίταξε λίγο στν πλαγι τ μαζεμένα πρόβατα.

Χάραζε σιγά-σιγ να κόκκινο φς

Φωτίζανε κερι κα πολυέλαιοι στ πρόσωπό του
ποτυπώματα χειλιν κα δαχτυλις στ τζάμι –
Δυ χέρια πο ψώνουν τ ψωμ
Κι να μαχαίρι
Λίγο ζεστ νερ πο ραιώνει τ κρασ
Κα έρας

νέβαιναν θυμιάματα ψηλά.

μειναν λίγα τρίμματα στ χούφτα του
Τ ατοκίνητα κατέβαιναν σιγά-σιγ στν κόσμο
Κι ατς νέβηκε ξαν στν γάιδαρό του
Κοίταξε πάλι στν πλαγι τ μαζεμένα πρόβατα

Κα πήγαινε

Κα πήγαινε ψηλ μές στν μίχλη.




Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Ευθύνη, τχ 10, Μάρτιος-Απρίλιος 2012

Πηγή φωτογραφίας: https://komianos.wordpress.com/

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Κώστας Καναβούρης, "Έσπασε"





Άδηλο υλικό το ποίημα· σαν το γυαλί.
Σπάζει εκεί που δεν το περιμένεις.


*

Πόσα πουλιά αντιστοιχούνε στον καθένα;



*

Οι ήττες μοιράζουν λύπες.
Οι νύχτες αρμοδιότητες.


*

Κουβαλάω απάνω μου ποιήματα
Κι έχω ρυθμίσει τον μηχανισμό.


*

Λευκό το χαρτί .
Λευκότερο όταν γράφεις.


*

Από λιωμένο χιόνι είναι πλασμένοι οι Άγγελοι.
Γι’ αυτό δεν εμφανίζονται τον Αύγουστο.


*

Τα ποιήματα δεν έχουν αναγνώστες.
Έχουν αυτόπτες μάρτυρες.


*

Ο ποιητής δεν γράφει, ο ποιητής κινείται.


*

Βρώμικη δουλειά η απελπισία.


*

Ποιητής χαμηλών μεγατόνων.
Απομακρυνθείτε.


*

Εμείς δεν είμαστε στην αρπαγή,
Δουλεύαμε έξω στα ποιήματα.


*

Έσπασε. Αντηχεί.




Από τη συλλογή «Έσπασε», εκδ. Μελάνι 2014

Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Διονύσης Σαββόπουλος, "Ο πολιτευτής"




Ο πολιτευτής

Αυτά τα λόγια με σφίξανε σαν πένσα
τα είπε χθες το βράδυ μια ψυχή
κι ένας φαλάκρας, απ’ έξω και από μέσα
χαμογελούσε, ναι, γιατί να σκοτιστεί.

Θυμάσαι που βαλάντωνες εκεί στην εξορία
και διάβαζες και Ρίτσο και αρχαία τραγωδία
τώρα κοκορεύεσαι επάνω στον εξώστη
και μιλάς στο πόπολο σαν τον ναυαγοσώστη.

Στη φοιτητριούλα που σ’ έχει ερωτευτεί
θα σε καταγγείλω πονηρέ πολιτευτή
τζάμπα χαραμίζει, θα πάω να της πω
το νεανικό της και αγνό ενθουσιασμό.

Εκείνο που υψώνεται και σε εκμηδενίζει
είναι της καρδούλας μου το φως που ξεχειλίζει
κι ό,τι σε γλιτώνει και σου δίνει την αιτία
είναι που χρειάζεται κι η γραφειοκρατία.

Ο πρώτος προβοκάτορας απ’ όλους στη ζωή μου
είναι η αφεντιά σου που αντιγράφει την φωνή μου
άλλαξες το σώμα μου με έπιπλα και σκεύη
σαν τον αριστεροχουντισμό που σε βολεύει.

Χαρά να σε γιαούρτωνα εκεί που ρητορεύεις
εκεί που με χειροκροτάς χωρίς να το πιστεύεις
παίρνεις την αλήθεια μου και μου την κάνεις λιώμα
απ’ το πόδι με τραβάς βαθιά μέσα στο χώμα.



(Σημείωση: στην εκτέλεση του τραγουδιού στον δίσκο "Η Ρεζέρβα", η λέξη
"αριστεροχουντισμό", στην προτελευταία στροφή, ήταν "σοσιαλισμό")


Διονύσης Σαββόπουλος - Ο πολιτευτης
Στίχοι, μουσική: Διονύσης Σαββόπουλος

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

Γιάννης Κοντός, "Ο αθλητής του τίποτα"




Πρόκες στα σύννεφα


Ξετυλίγω την ιστορία μου,
και σε κλείνω σπίτι, σε κοιμίζω.
Τα φώτα του δρόμου χαμηλά.
Μια εφημερίδα πεταμένη δείχνει
τη διάθεση της στιγμής.
Μυγδαλιές ανθίζουν απότομα,
οι αδελφές σου δακρύζουν.
Εσύ αγέρωχη κοιτάζεις
τα καθημερινά θαύματα.
Και τι πεταλούδες μέσα στο σπίτι
– τα θαύματα του Θεού μας αγγίζουν.
Υποψιάζομαι ότι αυτά τα πολύχρωμα
λεπιδόπτερα, αυτές οι ψυχές
είναι οι λέξεις μας.
Πάλι βρέχει και με φιλάς αδιάφορα
κοιτάζοντας πίσω απ’ την πλάτη μου
τις επόμενες μέρες να συνωστίζονται
στην πόρτα. Μαζί έρχεται και ένα άλογο,
ένα παράλογο, λευκό κι αγριεμένο.
Ο καιρός χειροτερεύει, οι τηλεοράσεις παίζουν
στο φουλ. Σε άλλο πλάνο είμαι ποδοσφαιριστής.
Με χιόνι, τρέχω κλωτσάω
τη σκέψη μου, τη στέλνω στα δίχτυα.
Κλαίνε, ουρλιάζουν οι φίλαθλοι.
Για εκείνη την παρεξηγημένη Πέμπτη,
την άχρωμη, που σε περίμενα,
και συνέβησαν αυτά τα μαγικά,
είδα το πόδι του χρόνου.





Ο αθλητής του τίποτα


Τρέχει. Τρέχει με αντίθετο άνεμο.
Περνά βουνά, λίμνες, πόλεις. Δυσκολίες
και δυσκολίες. Φωτιές, πολέμους, γκρίνιες, οικογένειες.
Λίγες ομορφιές όταν σταματάει να πιει νερό.
Τις βλέπει για λίγο, τις πιάνει, ξεχνιέται.
Και πάλι το κυνηγητό, η κομμένη ανάσα,
οι αποσπασματικές εικόνες, τραίνα που περνάν
με χαρούμενους ανθρώπους. Και αυτός
σαν κυνηγημένος να προσπαθεί ταυτόχρονα
και άλλα αθλήματα. Να έρχεται τελευταίος
με την ψυχή στο στόμα, να μην τον βλέπει
κανείς, γιατί οι θεατές έχουν ήδη διαλυθεί.
Με βροχές, με χιόνια, με ήλιους, το σώμα
αντέχει, το μυαλό πετάει. Άλλοτε ξεχνάει –
άλλοτε θυμάται. Σε μια στάση για να δει
το φεγγάρι, συνέχεια σκέπτεται: το βιολέ
απόβραδο, τα χάδια και τις υποσχέσεις.
Και τρέχει, τρέχει, ενώ οι άλλοι συναθλητές του
έχουν τερματίσει και σάρωσαν βραβεία
και ιαχές. Αυτός μόνος τον κύκλο
του χρόνου τρέχει. Χρόνος σε ευθεία
ή τεθλασμένη ή σπείρα. Δεν κοιτάζει
πίσω το ποίημα, γιατί τον ακολουθούν μύγες, ακρίδες
και μολυσμένος αέρας του πολιτισμού.
Περνώντας βλέπει δέντρα και ουρανό,
βλέπει πουλιά, χαμογελά και λέει
να δραπετεύσει, να πετάξει.
Αλλά δεν γίνεται, είναι προγραμματισμένος
γι’ αυτόν το ρόλο. Το ρόλο του δρομέα
με το άγνωστο τέρμα.
Νύχτα και μέρα αναβοσβήνουν.
Τα μάτια του συνήθισαν σ’ αυτό το
λυκόφως. Ήρωας του Σάμουελ Μπέκετ
δεν το φαντάστηκε ποτέ ότι θα γίνει.
Τώρα πλησιάζει σε ένα σκοτάδι
που αυτός το βλέπει άπλετο φως.
Φουσκωμένα τα μάγουλα από την προσπάθεια,
είναι σαν να φουσκώνει τα πανιά της
Αργοναυτικής Εκστρατείας. Πάει και πάει.
Το πέλμα θυμάται το πριν και το
μετά αμετάκλητα. Γίνεται τροχός,
βγάζει σπίθες και πείσμα του έρωτος.
Το τέρμα σφίγγεται βίδα
στο άπειρο ή στην κάθε μέρα.
Ένας διασκελισμός και χάνεται
στην αβεβαιότητα του τέλους.




Από τη συλλογή «Ο αθλητής του τίποτα» (1997).
Πηγή: «Γιάννης Κοντός, Τα ποιήματα (1970-2010)», εκδ. Τόπος 2013.


Αφροδίτη Μάνου - Πίσω από τα καθημερινά
Μουσική: Νίκος Καλλίτσης - Στίχοι: Γιάννης Κοντός


Οι στίχοι του τραγουδιού «Πίσω από τα καθημερινά», βασίζονται στο ποίημα του Γιάννη Κοντού «Πειραματόζωο», από τη συλλογή «Στη διάλεκτο της ερήμου». Περισσότερα ποιήματα: http://ppirinas.blogspot.gr/2013/11/blog-post_8.html

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

Βασίλης Δασκαλάκης, "Ο Χο Τσι Μινχ στα Βοδενά"





Ο Χο Τσι Μινχ στα Βοδενά

                                                                               
                                   σας βλέπω να μαζεύετε χόρτα ή σαλιγκάρια
                                   στις καταπράσινες πεδιάδες
                                   απορώ πού ξοδεύονται τόσα νερά
                                   ελάχιστη παραγωγή ρυζιού
                                   ανάμνηση παλιά
                                   σαράντα έτη συναπτά
                                   και δεν λειτούργησαν γραφίδες
                                   δύσβατε δρόμε του τσαγιού
                                   πόσο μικρός ο χάρτης
                                   πώς να χωρέσουν όνειρα-τρένα μεταγωγικά;
                                   πώς να βαφτίσεις μια ναπάλμ;

                                   στη γη των νερών 
                                   ξενύχτισα σε φρύδι καταρράχτη
                                   είπα την προσευχή του Βολταίρου
                                   «θεέ μου, κάνε τους εχθρούς μου γελοίους»
                                   εκείνος με εισάκουσε
                                   και ξαναβρέθηκα στο δρόμο
                                   μόνος
                                   Βέροια  Σκύδρα  Βοδενά







Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δίοδος 66100, Περίοδος Α΄, Τεύχος 7, Νοεμβριος 2014.

Επίμετρο
Βοδενά ήταν η παλαιά ονομασία της Έδεσσας.
Το 1916, ο Χο Τσι Μινχ υπηρετούσε ως μάγειρας στο γαλλικό στράτευμα που έδρα είχε την Έδεσσα. Μετά από σαράντα χρόνια τον συνάντησε στο Βιετνάμ ο Εδεσσαίος δημοσιογράφος Σόλων Γρηγοριάδης για να του πάρει συνέντευξη.

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

Γιώργος Ν. Σιώμος, "Ελπίδα"




Ελπίδα

Δεκαεφτά χρονών ήταν όταν ήρθε το ’39 από τη Γιάλτα. Πόντος, Ρωσία, Ελλάδα η πορεία της οικογένειας. Τρεις φορές πρόσφυγες. Παντρεύτηκε έναν χοντροκόκαλο ορεσίβιο. Η Ελπίδα λεπτή, αβρή, ευγενική. Κυρία. Έκανε τρία παιδιά. Τα δυο παντρεύτηκαν. Ο τρίτος έμεινε μαζί τους.
«Το αγόρι μου, είναι ευαίσθητο… από μικρό ακόμα», λέει η Ελπίδα.

Είκοσι χρόνια γείτονες. Στον δεύτερο όροφο εγώ, στον πρώτο η Ελπίδα. Ακριβώς από κάτω. Δυο γέροι κι ένας γιος μεσόκοπος σε καινούργιο σπίτι.
«Γιατί να πληρώνουμε ασανσέρ εμείς του πρώτου ορόφου;» αναρωτιόταν ο χοντροκόκαλος κάθε φορά που συναντιόμασταν στην είσοδο της πολυκατοικίας.
Μια τoσηδά σταλίτσα και τον γονάτισε τον χοντροκόκαλο.
«Συνέχεια απειλεί να με χωρίσει, αυτή», συμπλήρωνε, δυο τρία χρόνια πριν πεθάνει.

Πέθανε κι απάλλαξε την Ελπίδα από τη βαριά σκιά του. Στην κηδεία του, είδα πρώτη και τελευταία φορά την Ελπίδα έξω από το σπίτι στα είκοσι χρόνια.
Ρίξαμε ο καθένας λίγο χώμα στον φρέσκο τάφο, ευχηθήκαμε «καλό Παράδεισο» και τηρώντας πιστά τη ρήση «οι ζωντανοί με τους ζωντανούς κι οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους» τραβήξαμε για το καφενείο του χωριού να πιούμε τον πικρό καφέ και να παρηγορηθούμε, αφήνοντας τον νεκρό στη μοναξιά του και στους φόβους του.
Έφεραν τους καφέδες, το κονιάκ, τα μπισκοτάκια. Μιλούσε με τους διπλανούς της η Ελπίδα, έδινε οδηγίες στον καφετζή, έδειχνε να ευχαριστιέται την έξοδό της. Έστω κι έτσι. Κάθε τόσο, περιέφερε το βλέμμα της και το εστίαζε για λίγο σε καθέναν από εμάς. Ήξερε ότι δεν θα μαζευόμασταν άλλη φορά και η ίδια να είναι το τιμώμενο πρόσωπο.

Τώρα κοντεύει τα ενενήντα. Σκέβρωσε. Δίπλωσε η μέση της προς τα μπρος. Κάθε μεσημέρι τον τελευταίο χρόνο, περιμένει αναμαλλιασμένη στο μπαλκόνι τον Γιαννάκη τον γιο της που πουλάει λαχεία.
«Γιαννάκη, πού είσαι Γιαννάκη; Πού είσαι αγόρι μου;» λέει και ξαναλέει με άρθρωση ώριμης ηθοποιού που υποδύεται τη Μήδεια στο σανίδι.
Κοντεύει τα εξήντα ο Γιαννάκης, αρσενική εκδοχή της Ελπίδας, αναιμικός, σχεδόν καχεκτικός, μονήρης, μα ευέλικτος, με γρήγορο βάδισμα, διανύει δυόμισι χιλιόμετρα το πρωί κι άλλα τόσα το μεσημέρι στην επιστροφή, δεν κυνηγάει τον πελάτη, ούτε του τρίβει στη μούρη το τυχερό λαχείο, αλλά σαν την αράχνη περιμένει, ο παίκτης με το πάθος του μόνος του να φανεί. Στήνεται πλάι στο ταμπλό με τα λαχεία, αξιοπρεπής και υπομονετικός, χειμώνα καλοκαίρι, σε μια γωνιά στο κέντρο της πόλης.
«Τη ζέστη την αντέχω, αλλά υποφέρω στο κρύο τόσες ώρες ακίνητος», απαντάει αδιαμαρτύρητα, όταν τον ρωτώ.
Όλος ο κόσμος της Ελπίδας ο Γιαννάκης.
Με βλέπει να ανεβαίνω προς την είσοδο της πολυκατοικίας.
«Πού πάτε κύριε;» με ρωτάει γεμάτη ευγένεια με την ολοκάθαρη φωνή της.
«Επάνω».
«Είδατε τον Γιαννάκη;»
«Όπου να ’ναι έρχεται», λέω, κι ας ξέρω ότι είναι πολύ νωρίς ακόμα για να έρθει ο Γιαννάκης.
«Τι είπατε κύριε;»
«Έρχεται», φωνάζω δυνατά καθώς είναι περήφανη στα αυτιά.
«Να πάτε στο καλό! Γιαννάκη, πού είσαι Γιαννάκη; Πού είσαι αγόρι μου;» συνεχίζει να μονολογεί.
Την άλλη μέρα πάλι:
«Αγόρι;»
«Παρακαλώ».
«Τι εργαλείο είναι αυτό;»
«Ποιο;»
«Δεν θυμάμαι. Παρούσκι».
«Δεν ξέρω».
«Ντασφιντάνια».
«Μμμ.. ντασφιντάνια».
«Να τρώτε καλά... ό, τι θέλετε... Στο καλό να πάτε!»
Έρχεται κάποτε ο Γιαννάκης και τον ακούω που την καλεί να ανοίξει.
«Μαμά, μαμά, άνοιξε». φωνάζει έξω από την πόρτα της Ελπίδας της κουφής.
Πέντε δέκα λεπτά κάθε μεσημέρι η ίδια σκηνή. Η Ελπίδα βγαίνει στο μπαλκόνι νωρίτερα και τον αναζητά, κι ο Γιαννάκης έρχεται πάντα αργότερα, όταν αυτή έχει κουραστεί να περιμένει και μπαίνει στο σπίτι.
«Να παίρνεις τα κλειδιά μαζί σου… μπορεί κάποια μέρα να την βρεις πεθαμένη» του είπα κάποτε, μα αυτός χαμογέλασε μονάχα.

Τα απογεύματα, στο πίσω μπαλκόνι που είναι στο ίδιο ύψος με το έδαφος, η Ελπίδα διώχνει τις γάτες από τον ακάλυπτο:
«Στο διάολο να πάτε παλιόγατες».
Αυτές, όμως, έχουν αποθρασυνθεί εντελώς και σκαρφαλώνουν πάνω στο πλαστικό πλέγμα που έχουν βάλει οι διαχειριστές στα κάγκελα και ζητάνε και τα ρέστα. Νιαουρίζουν, όχι παρακαλετά για φαγητό, αλλά με απειλές. Της πήραν τον αέρα της Ελπίδας και δεν χαμπαρίζουν από τις ψεύτικες φοβέρες της.
Την ώρα που βραδιάζει, βγαίνει η Ελπίδα στο πίσω μπαλκόνι, κάνει πως σφουγγαρίζει τα πλακάκια, ή πως απλώνει τη μπουγάδα της στο σύρμα, μα την ακούω να τραγουδάει στα ρωσικά τη μια μετά την άλλη μπαλαλάικες με την καθαρή, ολοστρόγγυλη φωνή της, σαν να είναι η τελευταία αοιδός που απέμεινε από τη μεγάλη σχολή των Ρομανόφ.
Μου φαίνεται πως φαντάζεται τότε ότι γίνεται πριμαντόνα δεκαεφτά χρονών στην όπερα της Μόσχας, μπαλαρίνα στα Μπολσόι, κύκνος στις απέραντες λίμνες της Ρωσίας, τίγρη στις στέπες, σημύδα στο δάσος, θρόισμα ευκαλύπτου, λευκή αρκούδα της Σιβηρίας, μέλος της μεγάλης χορωδίας των Ρομανόφ με την κόκκινη στολή και τα λευκά γάντια (κοιτάει προσεκτικά τη μπαγκέτα του μαέστρου), ξαναγίνεται κορίτσι λίγο πριν φύγει από τη Γιάλτα, περπατάει με τις φιλενάδες της την Κυριακή στην προκυμαία, ακκίζεται με τα φλερτ των αγοριών, αλλά αδιαφορεί:
Έχουμε καιρό μπροστά μας… Αχ γιατί να μην πω το «ναι», σκέφτεται, σε εκείνον τον όμορφο ξανθό νέο; θα ήταν η ζωή μου αλλιώτικη, θα έμενα για πάντα στη Γιάλτα.
Κόβεται απότομα το τραγούδι της κι ακούω:
«Στο διάολο να πάτε παλιόγατες!»
Πιο πολύ, όμως, σαν κανάκεμα το ακούω, παρά σαν απειλή.
«Γιαννάκη, πού είσαι Γιαννάκη;»

Είκοσι χρόνια έχτιζε η Ελπίδα σιγά σιγά το κελί της. Πρώτα ήταν το πενιχρό εισόδημα. Κατόπιν μειώθηκε η ακοή της. Αποσύρθηκε από την αγορά, από τις διαθέσεις του χοντροκόκαλου, από κάθε συντροφιά. Μέρα τη μέρα βούλιαζε στο πηγάδι της ρουτίνας, μέχρι που την ρούφηξε ολόκληρη.
Ωστόσο, ποτέ δεν την άκουσα να βαρυγκωμάει, δεν την είδα να δυσανασχετεί. Απεναντίας, γαλήνη καλύπτει το πρόσωπό της. Η Γιάλτα την όπλισε για πάντα με εγκαρτέρηση, ευγένεια, χάρη, αρχοντιά και περηφάνια.
Μόνη έγνοια της ο Γιαννάκης. Για να μην του γίνει βάρος, μελετούσε από χρόνια τη δυνατότητα ενός ελεγχόμενου θανάτου. Σκεφτόταν στην αρχή να μπει στο δάσος, όταν έρθει εκείνη η ώρα και το αποφασίσει, και να περπατάει ασταμάτητα μέχρι να τη βρούνε τίποτα λύκοι, τσακάλια ή καμιά αρκούδα. Κι άλλοι τρόποι περνούσαν από το μυαλό της. Άφηναν όμως πίσω τους σημάδια. Και μπελάδες στο Γιαννάκη. Της είπαν ότι στην Ελβετία υπάρχει όμιλος που σου εξασφαλίζει έναν αξιοπρεπή θάνατο. Σου δίνουν ένα κοκτέιλ και τέλος. Όμως, θέλει λεφτά κι ένα σωρό χαρτιά. Το απέρριψε. Είναι αυτοκτονία. Δεν ήθελε να αφήσει πίσω της σκιές. Ώσπου βρήκε τον πιο πρόσφορο τρόπο για το τέλος. Προϋποθέτει, όμως, επίγνωση, και δύναμη. Γιατί έρχονται στιγμές που δεν ελέγχεις τίποτα. Όπως εκείνος ο γείτονάς της με το αλτσχάιμερ, που λύνει τη ζώνη του, κατεβάζει το παντελόνι, πετάει την πάνα που του φόρεσε η γριά του και κατουράει μες το σαλόνι.
«Τι κάνεις εκεί;» Του λέει εκείνη.
«Ποια είσαι εσύ;»
«Η γυναίκα σου».
«Δείξε τα χαρτιά σου».

Είκοσι μέρες έμεινε στο κρεβάτι η Ελπίδα. Όσες και οι μέρες της εκούσιας ασιτίας της. Πέθανε στωικά όπως και έζησε.
Ωστόσο, είναι φορές, την ώρα που βραδιάζει, στο πίσω μπαλκόνι, που ακούω την Ελπίδα να τραγουδάει στα ρωσικά τη μια μετά την άλλη μπαλαλάικες με την καθαρή, ολοστρόγγυλη φωνή της.


Γιώργος Ν. Σιώμος



Από τη συλλογή διηγημάτων «Το παράπονο του Εμμανουήλ Παπά»,
εκδ. Γαβριηλίδης 2014