Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, "Ο άστεγος της οδού Χαμογέλων"




ΕΙΣ ΜΑΡΤΥΣ... ΟΥΔΕΙΣ ΜΑΡΤΥΣ

με τον τρόπο του Γ. Β.

Πάει, πέθανε κι ο μπαρμπα-Βασίλης.
Ήταν αυτός που μου χε πει:
«τι έγινε με το Λενιώ, ακόμα να τα βρείτε;»
τον καιρό που πίστευα
πως μόνον εγώ σε θυμόμουν.

Κατά μία έννοια, εχθές κηδεύτηκε
το τελευταίο λείψανο του έρωτά μας.


Βέροια 21-8-2014


Από την ενότητα «ΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΑΘΕΝΟΣ
(Συνθήματα, οράματα και ζωγραφιές στους τοίχους)»





PSYCHICAL GRAFFITI

(LP1)
Δέκα χρόνια κρέμονταν το σύνθημα Ιούδας
«Εσύ που με ευλόγησες να ζήσω όλα αυτά
Καταραμένος να ’σαι»

Ένα πρωί ο τοίχος το κατάπιε
Έκτοτε, μας χαμογελά σα γέρος ξεδοντιάρης
Και τα κορίτσια βλέπουνε τον κίτρινο καβάλο

(LP2)
Μεγάλη Πέμπτη αναρχικός, την Κυριακή φασίστας
Αν μαρτυρήσει τι έχει δει θα φρίξουν κι οι προφήτες
Η κρούστα βρώμας στο πετσί θα σκάσει και θα πέσει
Κι αίμα οι φλέβες πρόστυχο με μιας θα πλημμυρίσουν

Φύλακας στα νοικοκυριά ευνούχος στα πορνεία
Φωτιά τού γλείφει την κοιλιά και παγετός την πλάτη
Σκουπίδια οι άγγελοι να τρων κ’ ύαινες τα φτερά τους
Κάτω απ’ τη σκάλα τη σαθρή που βγάζει στα ουράνια
Ντύνονται οι ανάλγητοι μετάξια και κασμίρια





ΠΑΣΗ ΘΥΣΙΑ

Ω, τι μαγικά που πέφτεις
τέφρα από το μέλλον
Δ.Π.

Μπαίνοντας δεξιά στο γραφείο του κ. Τραυλού, διακεκριμένου ψυχολόγου, υπάρχει ένας πίνακας, δώρο ασθενούς, που απεικονίζει ένα νησί, πιθανώς τη Σαντορίνη. Αρχικά σφηνώθηκε στην κορνίζα η φωτογραφία της συζύγου, μετά μια απ’ τον γάμο τους, στη συνέχεια της πρώτης κορούλας· κι ακολούθησαν οι φωτογραφίες του γιου, της άλλης κορούλας (της μικρής), του γιου στο νηπιαγωγείο, αργότερα στο στρατό, της μικρής στο σκι, της μεγάλης όταν έγινε νυφούλα και προσφάτως μία με το μωρό της.

Το νησί έπρεπε να καλυφτεί πάση θυσία.
Ο καθείς και η Σαντορίνη του,
η θέα της, η τέφρα της, το εκλεκτό κρασί της.



Από την ενότητα «ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ
(Πάροδος Χαμογέλων)»





ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ

Βουλιάξαμε στη φωτιά
Χανόμαστε σα χνώτο σκύλου
Στο καφενείο ολοένα λιγοστεύουμε
Στη μέση η σόμπα καίει τις αναμνήσεις
Σε κάθε σπίτι κι από μια κατάκοιτη λαχτάρα
Τα μάτια αδειάζει απάνω μας – γιόκα μου, την ευχή
        μου −
Κοιτώντας τη φθορά ξεμάθαμε να πλάθουμε το αύριο
Τα όνειρά μας περπατούν ξυπόλυτα στο χιόνι
Απωθημένο μας ένα γλυκό σαν κέρασμα χαμόγελο
– Βρε πώς το λέγανε να δεις εκείνο το κορίτσι –
Χαρές ανείδωτες σε τοπία μνήμης ρημαγμένα

Τα χείλη μας πιο καφετιά κι από τα πικραμύγδαλα
Κανείς δεν πίνει σήμερα, κανείς δεν παίζει πρέφα
Και η οργή του καθενός στη σόμπα να στεγνώνει



Από την ενότητα «ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΜΕ ΘΕΑ
(Πλατεία)»





ΠΩΛΗΤΗΡΙΟ

Πωλείται ελπίς
Με το κιλό ή το τεμάχιο
Ή μάλλον ξεπωλείται
Να βάλεις στην προθήκη
Μου φαίνεται πιο δραματικό
Λιγάκι πιο χυδαίο
Και πιο νωρίς θα κλείναμε
Αγαπητέ συνέταιρε
Αυτό το μαγαζάκι
Που ροκάνισε στα ρολά του
Τα καλύτερά μας χρόνια
Μιαν ώρα αρχύτερα ν’ ανακαλύπταμε
Έναν καινούργιο βίο επιτέλους
Ένα καινούριο νόημα
Μια νέα χρυσοπηγή



Από την ενότητα «ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΔΙ’ ΕΥΧΩΝ
(Τέλος δρόμου)»




Από τη συλλογή «Ο άστεγος της οδού Χαμογέλων», ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ 2015

Σάββατο 27 Ιουνίου 2015

Λίνα Φυτιλή, "Δύο ποιήματα"




Εις το επανιδείν

Όταν φύγω
Ένα ρούχο παλιό
να ρίξετε στο δρόμο
Πρώτα στη χάση
Μετά στη φέξη
και τέλος όλα.

Όταν φύγω,
θα είναι μέρα μεσημέρι
χωρίς ευχές, σαν φλύαρες ρεκλάμες.
Με το γδαρμένο πόδι
προχωρώντας
σε μια στροφή θα αλλάξω δέρμα
ενώ θα μου κουνάτε το μαντίλι,
δίπλα στο τραίνο όλοι μαζεμένοι,
με μια φωνή
στο στόμα να ρεκάζει
Έχει ο καιρός γυρίσματα,
μητέρα




Υπόμνηση

Τώρα λέω να ξεχάσω
τους τυφλούς στο δρόμο,
τους υπόκωφους ήχους
τη νύχτα
τα μοιραία λάθη

το δόλο της μέρας,
την τρύπια οροφή,
τα χρόνια εγκαύματα
της μνήμης,

Τα ξένα σώματα κυρίως,
(να ξεχάσω) που
με κρατούν
από εκατό μεριές




Δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Παρέμβαση,
Πνευματική επιθεώρηση της Κοζάνης / Τεύχος υπ’ αριθ. 175 / 2015

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

Ειρήνη Παραδεισανού, "Φωτογραφία"


(Robert Matthew Sully, "Pocahontas", 1850)


Φωτογραφία

Θυμότανε παιδί
τα λόγια δε βγαίνανε απ’ το στόμα της .
Ακριβά μονάχα κοίταζε
με μάτια μαύρα από τη λύπη
κι αποζητούσε το φως
να ’ρθει να κουρνιάσει στα χέρια της
να τα δροσίσει.
Οι παλάμες της καίγανε
το δέρμα της το ’νιωθε ξένο.
Κάθε βράδυ έξυνε τις πληγές της με το τσίγκινο μάτι του ύπνου.

Στεγνώνει το στόμα σου μικρή μου Ινδιάνα.
Γυρνάς στη σχολική αυλή με τα μάτια χτισμένα στη φλόγα.
Και σ’ ακουμπάει το βλέμμα του φακού.
Σου λέει
Στάσου μια μονάχα στιγμή
Και τρέχεις
Τριγύρω απ’ τον ασβέστη του ήλιου.
Τρέχεις να κρύψεις το γέλιο σου
πικραμένο κλαυσίγελω
πίσω απ’ τη μάσκα.

Μην τρέχεις άλλο μικρή μου Ινδιάνα.
Ο χρόνος μαρμάρωσε
κι άλλο δεν έχω πέρα από σένα.
Πέρα απ’ τα μάτια σου
σπαρμένα στάχυα κι ουρανό
και την ακριβή φωνή σου
άδολη γητεύτρα του βυθού των ανθρώπων.





Το ποίημα της Ειρήνης Παραδεισανού «Φωτογραφία» δημοσιεύεται για πρώτη φορά.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Μνήμη Μανόλη Αναγνωστάκη




[Η αγάπη είναι ο φόβος...]

Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους.
Όταν υπόταξαν τις μέρες μας και τις κρεμάσανε σα δάκρυα
Όταν μαζί τους πεθάνανε σε μιαν οικτρή παραμόρφωση
Τα τελευταία μας σχήματα των παιδικών αισθημάτων
Και τι κρατά τάχα το χέρι που οι άνθρωποι δίνουν;
Ξέρει να σφίγγει γερά εκεί που ο λογισμός μάς ξεγελά
Την ώρα που ο χρόνος σταμάτησε και η μνήμη ξεριζώθηκε
Σα μιαν εκζήτηση παράλογη πέρα από κάθε νόημα;
(Κι αυτοί γυρίζουν πίσω μια μέρα χωρίς στο μυαλό μια ρυτίδα
Βρίσκουνε τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους που μεγάλωσαν
Πηγαίνουνε στα μικρομάγαζα και στα καφενεία της συνοικίας
Διαβάζουνε κάθε πρωί την εποποιία της καθημερινότητας).
Πεθαίνουμε τάχα για τους άλλους ή γιατί έτσι νικούμε τη ζωή
Ή γιατί έτσι φτύνουμε ένα ένα τα τιποτένια ομοιώματα
Και μια στιγμή στο στεγνωμένο νου τους περνά μιαν ηλιαχτίδα
Κάτι σα μια θαμπήν ανάμνηση μιας ζωικής προϊστορίας.
Φτάνουμε μέρες που δεν έχεις πια τι να λογαριάσεις
Συμβάντα ερωτικά και χρηματιστηριακές επιχειρήσεις
Δε βρίσκεις καθρέφτες να φωνάξεις τ’ όνομά σου
Απλές προθέσεις ζωής διασφαλίζουν μιαν επικαιρότητα
Ανία, πόθοι, όνειρα, συναλλαγές, εξαπατήσεις
Κι αν σκέφτομαι είναι γιατί η συνήθεια είναι πιο προσιτή από την τύψη.

Μα ποιός θά ’ρθει να κρατήσει την ορμή μιας μπόρας που πέφτει;
Ποιός θα μετρήσει μια μια τις σταγόνες πριν σβήσουν στο χώμα;
Πριν γίνουν ένα με τη λάσπη σαν τις φωνές των ποιητών;
Επαίτες μιας άλλης ζωής της Στιγμής λιποτάχτες
Ζητούνε μια νύχτα απρόσιτη τα σάπια τους όνειρα.

Γιατί η σιωπή μας είναι ο δισταγμός για τη ζωή και το θάνατο.



Από τη συλλογή «Εποχές 3» (α΄ έκδ. 1951)




[Μιλώ...]

Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουνε δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους
Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.

Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει

Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.



Από τη συλλογή «Η συνέχεια 2» (α΄ εκδ. 1956)

Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Χρήστος Γ. Μιχαλιός, "Δύο ποιήματα"



(Ιωάννης Αλταμούρας, "Πλοίο στις Σπέτσες", 1877)



ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ

Η αβεβαιότητα για το αύριο
καθηλώνεται στο τσαλακωμένο χαρτί
καθώς τα όνειρα περιπλέκονται
στους παλαιούς δρόμους της διήγησης.
Η αυθάδεια των οραμάτων
αποσύρεται στην αφήγηση,
κι η ηλιόλουστη μέρα προχωρά
αδιαφορώντας για τα δρώμενα.
Ο φόβος για το μέλλον
ξεφλουδισμένος από την αλμύρα
φανερώνει τη γύμνια μου,
ενώ η πένα ονειρεύεται
την ωραιότητα των λέξεων.




ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΤΙΤΛΟ

Ψάχνοντας τον τίτλο του ποιήματος
αφέθηκα στην απορία των πεπραγμένων.
Η σκέψη στο αργόσυρτο αναζητά απαντήσεις
καθώς τα μάτια ορθάνοιχτα
κλειδώνουν τις ερωτήσεις.
Οι χρωματισμοί του δειλινού
στην εναλλαγή των διαθέσεων
μετρούν τις ανάγκες,
κι η θάλασσα αδειάζει στα μάτια
την απουσία αντοχής
καθώς η σιωπή κόβει την ανάσα
ενώ ξεμακραίνομε από το λιμάνι.
Δίχως το φως της μέρας
η σκέψη σκάλωσε δίνοντας στις σκιές
το σκήπτρο της μεγαλοπρέπειας.



Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Δημήτρης Ντίνας, "Ποιήματα"


(Childe Hassam, "A rainy day in Boston", 1885)



Κοσμοθεΐα

Μας σκώπτουν τα καπρίτσια του υπερούσιου απείρου.
Ανεξιχνίαστα γρανάζια παρακωλύουν τις τροχιές μας.
Το αιώνιο μειδιά στις εθισμένες ψυχές μας
που ατέρμονα αποζητούν την πρέζα του ονείρου.




Ηχώ

Η προδοσία παρέμενε πάντα ημιτελής
καθώς το άρμα του θέρους παρέσερνε
τις τελευταίες υποψίες θλίψης
στο σκοτεινό πέρασμά του.

Κάποιοι άκουσαν χλιμιντρίσματα αλόγων
στις εσχατιές των ονείρων
που πραγματώνονται πάντοτε ετεροχρονισμένα.
Άλλοι τα άκουσαν να χάνονται
στα πρωτοβρόχια της μνήμης
με μια ηχώ θριάμβου.




Υετός

Μια ισόβια βροχή
μ’ ακουμπά στοργικά στον ώμο
σα να μου υπενθυμίζει
πώς τα πιο όμορφα πράγματα
ήταν αυτά που ζήσαμε κάποτε.




Από την Ανθολογία νέων ποιητών «Συνθέσεις», εκδ. Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη, 2006.