Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, "Τρία ποιήματα"




Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ


Έχασε την παληά του ορμή, το θάρρος του.
Του κουρασμένου σώματός του, του άρρωστου

σχεδόν, θάχει κυρίως την φροντίδα. Κι ο επίλοιπος
βίος του θα διέλθει αμέριμνος. Αυτά ο Φίλιππος

τουλάχιστον διατείνεται. Απόψι κύβους παίζει·
έχει όρεξι να διασκεδάσει. Στο τραπέζι

βάλτε πολλά τριαντάφυλλα. Τι αν στην Μαγνησία
ο Αντίοχος κατεστράφηκε. Λένε πανωλεθρία

έπεσ’ επάνω στου λαμπρού στρατεύματος τα πλήθια.
Μπορεί να τα μεγάλωσαν· όλα δεν θάναι αλήθεια.

Είθε. Γιατί αγκαλά κ’ εχθρός, ήσανε μια φυλή.
Όμως ένα «είθε» είν’ αρκετό. Ίσως κιόλας πολύ.

Ο Φίλιππος την εορτή βέβαια δεν θ’ αναβάλει.
Όσο κι αν στάθηκε του βίου του η κόπωσις μεγάλη,

ένα καλό διατήρησεν, η μνήμη διόλου δεν του λείπει.
Θυμάται πόσο στην Συρία θρήνησαν, τι είδος λύπη

είχαν, σαν έγινε σκουπίδι η μάνα των Μακεδονία. 
Ν’ αρχίσει το τραπέζι. Δούλοι· τους αυλούς, τη φωταψία.


[1915]






Η ΔΥΣΑΡΕΣΚΕΙΑ ΤΟΥ ΣΕΛΕΥΚΙΔΟΥ


Δυσαρεστήθηκεν ο Σελευκίδης
Δημήτριος να μάθει που στην Ιταλία
έφθασεν ένας Πτολεμαίος σε τέτοιο χάλι.
Με τρεις ή τέσσαρες δούλους μονάχα·
πτωχοντυμένος και πεζός. Έτσι μια ειρωνεία
θα καταντήσουν πια, και παίγνιο μες στην Ρώμη
τα γένη των. Που κατά βάθος έγιναν
σαν ένα είδος υπηρέται των Ρωμαίων
το ξέρει ο Σελευκίδης, που αυτοί τους δίδουν
κι αυτοί τους παίρνουνε τους θρόνους των
αυθαίρετα, ως επιθυμούν, το ξέρει.
Αλλά τουλάχιστον στο παρουσιαστικό των
ας διατηρούν κάποια μεγαλοπρέπεια·
να μη ξεχνούν που είναι βασιλείς ακόμη,
που λέγονται (αλίμονον!) ακόμη βασιλείς.

Γι’ αυτό συγχίσθηκεν ο Σελευκίδης
Δημήτριος· κι αμέσως πρόσφερε στον Πτολεμαίο
ενδύματα ολοπόρφυρα, διάδημα λαμπρό,
βαρύτιμα διαμαντικά, πολλούς
θεράποντας και συνοδούς, τα πιο ακριβά του άλογα,
για να παρουσιασθεί στην Ρώμη καθώς πρέπει,
σαν Αλεξανδρινός Γραικός μονάρχης.

Αλλ’ ο Λαγίδης, που ήλθε για την επαιτεία,
ήξερε την δουλειά του και τ’ αρνήθηκε όλα·
διόλου δεν του χρειάζονταν αυτές οι πολυτέλειες.
Παληοντυμένος, ταπεινός μπήκε στην Ρώμη,
και κόνεψε σ’ ενός μικρού τεχνίτου σπίτι.

Κ έπειτα παρουσιάσθηκε σαν κακομοίρης
και σαν πτωχάνθρωπος στην Σύγκλητο,
έτσι με πιο αποτέλεσμα να ζητιανέψει.


[1915]






ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΑΡΧΩΝ, ΕΞΟΡΙΣΤΟΣ, ΣΤΙΧΟΥΡΓΩΝ


Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν.
Στα σοβαρά πράγματα ήμουν πάντοτε
επιμελέστατος. Και θα επιμείνω,
ότι κανείς καλλίτερά μου δεν γνωρίζει
Πατέρας ή Γραφάς, ή τους Κανόνας των Συνόδων.
Εις κάθε αμφιβολίαν του ο Βοτανειάτης,
εις κάθε δυσκολίαν στα εκκλησιαστικά,
εμένα συμβουλεύονταν, εμένα πρώτον.
Αλλά εξόριστος εδώ (να όψεται η κακεντρεχής
Ειρήνη Δούκαινα), και δεινώς ανιών,
ουδόλως άτοπον είναι να διασκεδάζω
εξάστιχα κι οκτάστιχα ποιών —
να διασκεδάζω με μυθολογήματα
Ερμού, και Απόλλωνος, και Διονύσου,
ή ηρώων της Θεσσαλίας και της Πελοποννήσου·
και να συνθέτω ιάμβους ορθοτάτους,
όπως — θα μ’ επιτρέψετε να πω — οι λόγιοι
της Κωνσταντινουπόλεως δεν ξέρουν να συνθέσουν.
Αυτή η ορθότης, πιθανόν, είν’ η αιτία της μομφής.


[1921]


Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Ζωή Καρέλλη, "Πέντε ποιήματα"





ΧΩΡΙΣΜΟΣ

Ολόλυζαν οι γυναίκες
πάνω στον τάφο, που έκλεισε,
ύστερα φύγαν με συνοδειά
τη λύπη και το θρήνο τους.

Έτσι αφήνουν μονάχο το νεκρό
και φεύγουν όλοι,
μονάχο στην απύθμενη
αγκάλη του θανάτου, ασυνήθιστον.

Κλείνεται στην πυκνή γη,
αποκλείεται ο νεκρός,
δεν τολμά να μας ακολουθεί
ούτε το ίνδαλμά του.

Πρέπει να μείνει εκεί,
ανάμεσα στους άλλους πέτρινους σταυρούς,
ανάμεσα στους ξένους νεκρούς,
τους ζωντανούς ν’ αφήσει

που βιάζονται να ζήσουν.





ΣΑΝ ΩΡΑΙΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, ΓΥΜΝΕΣ...

Σαν ωραίες γυναίκες, γυμνές,
τούτες οι μέρες οι καλοκαιρινές
υπάρχουν με τη στιλπνότητα
των λαμπρών σωμάτων,
με την έκθαμβη προσφορά των.
με την έντονη περηφάνεια,
μ’ εκείνη τη σταθερότητα
που έχουν οι γυναίκες
όταν είν ωραίες,
πολύ βέβαιες για την εμορφιά των,
τόσο που μένουν έξαφνα
σκεφτικές, όμως ατάραχες,
γεμάτες προσμονή στέκονται,
μ υπομονή γνωρίζουν,
γνωρίζουν να περιμένουν,
περιέχοντας τέλεια την ηδονή
του εαυτού των.
                                  Έτσι
οι έντονες του καλοκαιριού μέρες
φαίνονται ακέριες,
                                  καθώς
τις περιβάλλουν νύχτες εξαίσιες,
με πολύν έρωτα, μυστικόν.





                      Από τα
             «ΥΠΑΡΚΤΙΚΑ»
                           IV

Τόσο είναι το πάθος μου της ζωής
που θα μπορούσα να πεθάνω.

Τόσο ζω που καταλαβαίνω
πόσο πεθαίνω.

Τόση είναι η ζωή μου
που με πεθαίνει.

Τόσο μπορώ να ζήσω
που μπορώ ν αδιαφορήσω αν ζω.

Τόσο ζητώ να ζήσω
που δεν αντέχω να ζω.




ΑΡΡΩΣΤΙΑ

Όλο τους πεθαμένους σκέφτομαι αυτές τις μέρες.
Πλούσια από θάνατο η μνήμη μου
τους φέρνει εμπρός μου ζωντανούς.
Μιλούνε ορισμένα απ τα λόγια τους:
«Ένα πουκάμισο χρώμα σαν το καΐσι».
«Να σε φιλήσω, γιατί πέθανα».
«Ζητούσα να σας δω και ήρθα».
Πρόσωπα, λόγια πολλά, που τα κρατώ
σαν ξένα, θέλω δικά μου να τα κάνω
και δεν μπορώ, γιατί δεν εννοώ
το θάνατο, αρνιέμαι να τον καταλάβω.

Όμως ούτε και τη ζωή, έτσι,
μπορώ ν’ αγγίζω, όπως θέλω
να την κρατήσω, που βλέπω τις κινήσεις
των ζωντανών, σα να ’ναι μες στη μνήμη μου
κι αυτές και δεν μπορώ να τις αγγίξω
ζωντανές. Τις χαίρομαι συχνά,
τις αγαπώ, τις βλέπω εκστατικά,
κι άξαφνα γίνονται σαν από πεθαμένους.




ΤΟ ΤΕΛΜΑ

Τ’ είν’ αυτός ο σάπιος καθρέφτης,
που βρήκα να κοιταχτώ μέσα;
Μυρίζει επώδυνα, νερά βρώμικα
της απέχθειας.
                               Λεκιάζεται
η γυμνότητα που έχω απ’ τη γλοιώδη
αντανάκλαση, αυτή απάνω μου κολλά.
Τ’ είναι αυτά τα πολλά που βλέπω
σημάδια; Ραγίσματα κολλημένα ανεπιτήδεια,
σπασμένα κομμάτια, διαφορετικά.
Τ’ είναι αυτά τα σκιώδη φτερά
που χρειάζεται να φορέσω,
αν πρέπει να φύγω;

Πότε χάλασε η διαφάνεια;
Να φύγω απ το τέλμα, να φύγω...
Όμως τα σκιώδη, μ’ εμποδίζουν,
της ψυχής μου φτερά.




Από το δίτομο έργο «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΑΝΘΟΛΟΓΗΜΕΝΗ», εκδ. Ινστιτούτο Διαδόσεως Ελληνικού Βιβλίου, Αθήνα 1980. Ανθολόγηση, σημειώσεις: Γαβριήλ Πεντζίκης.

Σάββατο 25 Απριλίου 2015

Matthew Zapruder, “Απριλιάτικο Χιόνι”, (μετάφραση - επίμετρο: Σοφία Γιοβάνογλου)




Απριλιάτικο Χιόνι

Σήμερα στο Ελ Πάσο τα αεροπλάνα κοιμούνται στον διάδρομο. Ο κόσμος είναι σε καθυστέρηση. Όλοι οι πολιτικοί σύμβουλοι πίνουν ουίσκι, έχοντας τα κεφάλια τους κατεβασμένα, σηκώνοντάς τα μόνο για να κοιτάξουν την όμορφη σημαδεμένη σερβιτόρα που φοράει πλήκρα γραφομηχανής για κολιέ. Κουδουνίζουν όταν τους φέρνει τα ποτά. Έξω από τα γιγαντιαία τζάμια των παραθύρων τα αεροπλάνα είναι πλήρως καλυμμένα με χιόνι, το έχει στρώσει πάνω στις φτερούγες τους. Νιώθω σαν βουνό από φορτιστές κινητών τηλεφώνων. Κάθε μια από τις πολλές και διάφορες θρησκείες των πολλών και διάφορων πατέρων μας μάς κρατάει προστατευμένους μόνο κατά ένα μέρος. Δεν θέλω να μιλήσω σ’ έναν άγγελο στο τηλέφωνο. Το βράδυ πριν πέσω για ύπνο, ήδη ονειρεύομαι. Καφέ, αρχαίους στρατηγούς, πρόσωπα αγαλμάτων που το καθένα τους έχει την αιώνια έκφραση κάποιου συναισθήματός μου. Εξετάζω τα συναισθήματά μου χωρίς να αισθάνομαι τίποτα. Καβαλάω το μπλε ποδήλατό μου στην άκρη της ερήμου. Είμαι πρόεδρος αυτού του ποτηριού με νερό.


Μετάφραση: Σοφία Γιοβάνογλου




Επίμετρο:

Matthew Zapruder (Μάθιου Ζάπρουντερ): Αμερικανός ποιητής και εκδότης. Γεννήθηκε στην Washington DC το 1967. Ζει στο Oakland της California και διδάσκει στο Saint Mary’s College. Τα θέματά του άπτονται της θλίψης της αντίληψης και της λογικής. Έχει βραβευτεί αρκετές φορές. Το μεταφρασμένο ποίημα ανήκει στη συλλογή του Come on All You Ghosts του 2010.

Πηγές:
http://www.poetryfoundation.org/poem/241012
http://www.poets.org/poetsorg/poet/matthew-zapruder

Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Γιώργος Μαρκόπουλος, "Η θλίψις του προαστίου"



Τις Κυριακές το απόγευμα 


Τις Κυριακές το απόγευμα, οι πόρτες των πολυκατοικιών
μου θυμίζουν κάτι παλιά αρχοντικά μαυσωλεία
που τα ξέχασαν.
Αν τύχει και έχουν στην είσοδο και κανέναν κισσό
ή κανένα άλλο αναρριχώμενο, τότε πια είναι που είναι.

Εδώ κοιμήθηκαν οι φίλες μας, ανώνυμες και ξένες.

Δεν άντεξαν να διαλέξουν
ούτε και την τελευταία ευκαιρία που τους απόμενε:
να παραμείνουν συναισθηματικές.

Ανάβεις το φως. Σβήνεις το φως.

Θέλω να σε αγαπήσω όσο τίποτε άλλο.
Ανάβεις το φως. Σβήνεις το φως.
Μια γριά θρήσκα ταΐζει τα γατιά της στο φωταγωγό.
Παίζεις ανυποψίαστη. Μαλλιά μακριά, πόδια μακριά, γυμνά.

Παίρνει ο αγέρας το φουστάνι σου.






Υποταγή


                                                                  Στην Ολυμπία



Θα ’ρθω κοντά σου πάλι
σαν παιδί που το αγαπούν οι γυναίκες.

Είσαι το πλατύ ποτάμι.


Στην ερημιά σου να ’ρχονται το απόγευμα οι βοσκοί

να πλένουν τη φωνή τους.



Καθώς θα φεύγεις



Καθώς θα φεύγεις,

παίρνοντας την καμπαρντίνα σου και το καπέλο σου
κάνοντας μια κίνηση αόριστη
όπως όλοι όσοι φεύγουνε για πάντα, 
η θλίψη σου θα μείνει σαν μνήμη μακρινή
υπαίθριου σινεμά του Σεπτεμβρίου
με την ψύχρα και τους μοναχικούς του πελάτες
− ο μουγκός, ο τρελός και ο εργένης 
ή σαν το «πανόραμα», που ο παιδικός συμμαθητής
μας άφησε να δούμε, χάρη, μια εικόνα. 




Πηγάδι


                                                       Εκεί κάτω είναι σκοτεινά...

                                                       Γιάννης Κοντός, Το χρονόμετρο


Υπάρχει ένα πηγάδι μέσα στο σπίτι σου
που ώρες ατέλειωτες στα βάθη του με πνίγει.

Δεν θέλω πια να ξαναρθώ τα Σαββατόβραδα.


Ούτε τις Κυριακές. Δεν θέλω πια να ξαναρθώ.


Υπάρχει ένα πηγάδι μέσα στο σπίτι σου.


Κι εσύ, που με αγνοείς,

ξεχνάς να με ανασύρεις στην επιφάνεια πάλι.






Από τη συλλογή «Η θλίψις του προαστίου», α' έκδοση, Κέδρος 1976, όπως αυτή ανθολογείται στην συγκεντρωτική έκδοση «Γιώργος Μαρκόπουλος - Ποιήματα 1968-2010 (Επιλογή)», εκδ. Κέδρος 2014.

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου, "Πάροδος Μοναστηρίου"




ΠΡΩΙ ΜΕ ΤΗ ΔΡΟΣΟΥΛΑ

Πρωί
Κι ακόμη σφυρίζουν όνειρα της νύχτας
Αναπνέω βαθιά το καυσαέριο
Καθώς μ’ αρπάζει λεωφορείο για τη δουλειά
Σαν ένα κήτος με καταπίνει
Κι αφού από στάση σε στάση αποτυχαίνει
Να με χωνέψει
Τέλος
Kάπου κοντά στο τέλος
Με ξερνά
Υποκειμενικά ανένδοτο
Ώριμο ν’ αναλάβω την καθημερινή μου
Εργασία

Δηλαδή να σας ληστεύω υπέρ τρίτων




ΗΔΟΝΙΚΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ

Λέξεις πυροδοτούν τα μάτια
Στην άσφαλτο και το σκοτάδι
Θρυμματισμένα χέρια στον τόρνο και την πλάνη
Ομίχλη σε ρείθρα και οικόπεδα
Ο χρόνος πάλι στον πάγο
Πρόσωπα στο γκρίζο φως και βήχουν
Ξανά σκοτάδι άδειο
Ηδονικά φαντάσματα γυναίκες λησμονημένες
Συγκλονιστικές φωνές ερειπωμένες

Εκεί λοιπόν
Πάνω από την ομίχλη, τον παγωμένο Βαρδάρη
Σας σηκώνω ψηλά
Ψηλά από τον ματωμένο ουρανό
Και σας αφήνω




ΣΤΟ ΛΙΓΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΦΕΓΓΕΙ

Στο λαρύγγι του πρωινού
Στο λίγο φως που φέγγει

Τη σκοτεινή ροκανίζω πλευρά του χρόνου
Λέξεις του έρωτα ριπές θανάτου
Πεύκα που τα πήρε η φωτιά
Άνθη της λυγαριάς στα χέρια
Και κάτω από τη μαύρη μουριά ο πεθαμένος
Πίσω από τις λέξεις σπαρακτική ενδοχώρα
Δροσερές διάφανες θάλασσες απρόσιτης μνήμης

Με λέξεις θρύμματα ταΐζω σπουργίτια
Που ήδη φτερουγίζουν
Στο αμφίβολο φως του επερχόμενου ποιήματος




ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΦΛΕΒΑΡΗ

Οι νόμοι της αγοράς συμπεριφέρονται σαν το θερμόμετρο. Παρακολουθούν τους κραδασμούς της Ιστορίας. Η Εταιρεία σε μεγέθη οριακά. Ούτε μπρος τώρα ούτε πίσω. Τα εμπορεύματα στις αποθήκες περιμένουν. Καιρός τα κεφάλαια να περάσουν σε νέες δραστηριότητες. Η αγορά πάντα δίνει ευκαιρίες.

Σου δώσαν την απόλυση. 7565 μεροκάματα. Μέρες άθλιες της ζωής σου. Στο επίδομα τώρα και την αναζήτηση. Μάτια να σε γραδάρουν, να υπολογίζουν την υποταγή της ανέχειας. Φυσάει Βαρδάρης. Στις μυλόπετρες ξανά από την αρχή. Δουλειές καθημερινής εξαθλίωσης. Όπου με το χρήμα σε μέτρησαν, σε βρήκαν λειψό. Χαμηλώνει καπνός στις καμινάδες. Ψάχνεις στις εφημερίδες, σε οδηγούν σε βρώμικα στενά, σε σκοτεινά υπόγεια. Παίρνεις πάλι σβάρνα την αγορά. Ιδρώνουν τα χέρια. Μέρες αγώνα. Μέρες χαμένες.

Καίνε τα μάτια. Προχωράς με τη γνώση σφιγμένη στα                                         δόντια.




Από τη συλλογή «Πάροδος Μοναστηρίου» εκδ. Στιγμή 1989

Κυριακή 19 Απριλίου 2015

Πάμπλο Νερούδα, "Δύο ερωτικά ποιήματα"





Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ

Όλη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου
στη θάλασσα πλάι, στο νησί.
Άγρια ήσουν και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή και στον ύπνο,
ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.

Ίσως πολύ αργά
τα όνειρά μας ενώθηκαν
στο ύψος ή στο βάθος,
ψηλά σαν τα κλαδιά που τα κουνάει ο ίδιος άνεμος,
κάτω σαν ρίζες κόκκινες που ακουμπάνε μεταξύ τους.

Ίσως το όνειρό σου
απομακρύνθηκε απ’ το δικό μου
και στη σκοτεινή θάλασσα
με αναζητούσε
όπως πριν
όταν ακόμα δεν υπήρχες,
όταν χωρίς να σε διακρίνω
έπλεα στο πλευρό σου,
και τα μάτια σου γύρευαν
αυτό που τώρα
− ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό 
σου προσφέρω απλόχερα
γιατί είσαι το κύπελλο
που περίμενε τα δώρα της ζωής μου.

Κοιμήθηκα μαζί σου
όλη τη νύχτα που
η γη η σκοτεινή γυρίζει
με ζωντανούς και πεθαμένους,
κι όταν ξύπνησα στα ξαφνικά
μες στο σκοτάδι
το χέρι μου είχα γύρω από τη μέση σου.
Ούτε η νύχτα ούτε ο ύπνος
μπόρεσαν να μας χωρίσουν.

Κοιμήθηκα μαζί σου
και μόλις  ξύπνησα το στόμα σου
βγαλμένο απ’ το όνειρό σου
μου έδωσε τη γεύση της γης,
του θαλασσινού νερού, των φυκιών,
του βυθού της ζωής σου,
και δέχτηκα το φιλί σου
μουσκεμένο από την αυγή
σα να μου ερχόταν
από τη θάλασσα που μας κυκλώνει.





ΤΟ ΚΛΕΜΜΕΝΟ ΚΛΑΔΙ

Στην νύχτα θα μπούμε
για να κλέψουμε
ένα κλαδί ανθισμένο.

Θα περάσουμε τον τοίχο,
στον ερεβώδη ξένο κήπο,
δυο σκιές μες στο σκοτάδι.

Ακόμα δεν έφυγε ο χειμώνας,
και ξαφνικά η μηλιά
μοιάζει να έγινε
καταρράχτης αστεριών ευωδιαστών.

Στη νύχτα θα μπούμε
ως το τρεμουλιαστό της στερέωμα,
και τα μικρά σου χέρια και τα δικά μου
θα κλέψουν τ’ αστέρια.

Και σιωπηλά,
στο σπίτι μας,
στη νύχτα και στο σκοτάδι,
με τα βήματά σου θα μπει
το άηχο βήμα της ευωδιάς
και με τα πόδια μ’ άστρα γεμάτα
το διάφανο σώμα της άνοιξης.



Μετάφραση: Αγαθή Δημητρούκα



Από το βιβλίο, «Πάμπλο Νερούδα - ερωτικά ποιήματα», (δίγλωσση έκδοση). Εκδόσεις Πατάκη, στ΄ έκδοση, Νοέμβριος 2009.

Στην φωτογραφία, ο Πάμπλο Νερούδα με την Ματίλντε Ουρρούτια.

Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Νίκος Λάζαρης, "Το δάσος των εκρήξεων"




ΑΠΛΕΤΟ ΦΩΣ

Με δέος θα περάσουμε
κάποτε κοντά
από την ιδιαίτερη οσμή
της τρυφερής σάρκας
παγιδευμένης στο στενό
στόμιο του κρατήρα.

Λάμνοντας οι κωπηλάτες
θα σκίζουν το νεφέλωμα
στη γαλάζια φτέρνα του πρωινού
που σαν αναποδογυρισμένη καμπάνα
κρέμεται από ψηλά
την ώρα που ο άνεμος
ξεμαλλιάζει τα κύματα
και τα παιδιά παίζουν
με παιχνίδια πλαστικά
έχοντας τα χέρια τους
σταυρωμένα χιαστί
και τα εντόσθιά τους φωτισμένα
από ένα άπλετο
τηλεοπτικό φως.




ΞΕΝΑΓΗΣΗ

Με την άνεσή σας λοιπόν
μπορείτε να θαυμάσετε το θαύμα
της τέλειας αντιστοιχίας των πραγμάτων
όπου όλα ελέγχονται με ακρίβεια
στο πεδίο της διαδοχής
τη γεύση αφαιρώντας από τον καρπό
το νόημα ουσιαστικά αλλοιώνοντας
κρατώντας το χέρι μας μην υψωθεί
πλάι στο άρρωστο κορμί
που λιώνει κάθε μέρα
σαν αφίσα σ’ έναν
αόρατο τοίχο.




ΕΔΩ

Ένα πανέρι με αστέρια
παρατημένο στη μέση
του έρημου κάμπου
μια βροχή από άρματα
γλιστρώντας στον ώμο
μιας θύελλας σπασμένης
μια δύση από ματωμένα
σύννεφα· η μελαγχολία
των έγκλειστων ψυχών.

Εδώ κείτεται η ζωή τους
(θρυμματισμένη όπως
μια πέτρα βαριά
στο νταμάρι).




ΕΤΣΙ

Από τόπο σε τόπο να πλανηθώ
το στόμα μου αναμμένο καθώς πυρά
χωνεύοντας τους κρότους
και τις κραυγές
κλωσσώντας τη σιωπή
στα μοναχικά παγκάκια
τη φρίκη μαντεύοντας
πίσω από κλειστά παραθυρόφυλλα
και νάυλον καρδιές.

Έτσι να κριθώ:
σαν ένα ράγισμα ξαφνικό
στον καθρέφτη σας
όπως μια ύλη εύφλεκτη
στο γυάλινο μάτι
του απογεύματος.




Από τη συλλογή «Το δάσος των εκρήξεων», (1978), που περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική έκδοση «Η ένταση είναι διαρκής - Ποιήματα 1975-2002», εκδ. Τυπωθήτω - Λάλον ύδωρ, Α' έκδ. Οκτώβριος 2007