Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Τζελαλαντίν Ρουμί, "Στον κήπο του Αγαπημένου"




Δεν είμαι ποιητής!
Οι στίχοι μου δεν αξίζουν
ούτε ένα ξεροκόμματο.
Δεν γυρεύω επαίνους.
Δεν αποφεύγω τις κατηγορίες –
Και τα δυο μού είναι αδιάφορα.

Όλη μου η μαεστρία και η ποίηση
χωράνε ίσα ίσα σ’ ένα κύπελλο –
Αν το κρασί δεν σερβίρεται
από το χέρι του Αγαπημένου,
δεν θα πιω ούτε μια γουλιά!




Γύρισες τον κόσμο ψάχνοντας τη ζωή
κι όμως η καρδιά σου θα πεθάνει.
Γεννήθηκες
στην ευλογημένη αγκαλιά της ένωσης
κι όμως θα πεθάνεις ολομόναχος.

Αποκοιμήθηκες στην όχθη μιας λίμνης
κι όμως πεθαίνεις στη δίψα.
Στέκεις στη κορφή του θησαυρού
κι όμως θα πεθάνεις πάμπτωχος.




Δεν είμαστε μπροστά, είμαστε πίσω.
Δεν είμαστε πάνω, είμαστε κάτω.

Σαν το πινέλλο στο χέρι του ζωγράφου,
δεν έχουμε ιδέα πού βρισκόμαστε.




Βλέπεις εκείνο το καραβάνι,
το φορτωμένο με ζάχαρη;
Τα μάτια Του έχουν περισσότερη γλύκα.

Αλλά μην τα κοιτάξεις
αν δεν είσαι έτοιμος να χάσεις τα δικά σου.




Η σακατεμένη μου ποίηση άρχισε να χορεύει,
με το φως που έβγαζε τ’ Όνομα του Θεού.

Τ’ Όνομά Του έστειλε τον άγγελο των λέξεων
στο σπίτι του νου μου.
Με κάθε στίχο γεννιώνται χιλιάδες αθώοι
κι όμως, σαν τη Μαρία,
καθένας παραμένει παρθένος.



                                                     Απόδοση: Καδιώς Κολύμβα



Από τη συλλογή «Τζελαλαντίν Ρουμί - Στον κήπο του Αγαπημένου», 2003,
εκδ. Αρμός, σειρά Μούσες.

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Αντρέ Μπρετόν, "Δύο ποιήματα"




ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΝΟΙΞΕΤΕ

Τα τετράγωνα του αέρος σπάζουν με τη σειρά τους
Από καιρό πια δεν υπάρχουν καθρέφτες
Και οι γυναίκες καμώνονται μέρα και νύχτα πως δεν είναι
        τόσο ωραίες
Όταν πλησιάζουν τα πουλιά που πρόκειται να καθίσουν στον
        ώμο τους
Γέρνουν πίσω το κεφάλι απαλά χωρίς να κλείσουν τα μάτια
Το παρκέτο και τα έπιπλα στάζουν αίμα
Μια αράχνη στέκει στο κυανό της δίχτυ επάνω σ’ ένα άδειο
        πτώμα
Παιδιά κρατώντας ένα φανάρι προχωρούν μέσα στα άλση
Ζητούν από τα φύλλα τον ίσκιο των λιμνών
Μα οι σιωπηλές λίμνες ασκούν μεγάλη έλξη
Τώρα πια δεν φαίνεται στην επιφάνεια παρά ένα μικρό
        φανάρι που χαμηλώνει
Στις τρεις πόρτες του σπιτιού είναι καρφωμένες τρεις άσπρες
        κουκουβάγιες
Την ανάμνησιν των ερώτων της ώρας
Η άκρη των φτερών τους είναι χρυσωμένη σαν τις χάρτινες
        κορώνες που πέφτουν στροβιλιζόμενες από τα νεκρά
        δένδρα
Η φωνή αυτών των μελετών βάζει γαϊδουράγκαθα στα χείλη
Κάτω από το χιόνι το αλεξικέραυνο γοητεύει τα γεράκια.


                                                                     μτφρ. Ανδρέας Εμπειρίκος




ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΝΩΣΗ

Η γυναίκα μου με μαλλιά φωτιάς από ξύλα
Η γυναίκα μου με σκέψεις αστραπών της ζέστης
Με μέση κλεψύδρας
Η γυναίκα μου με μέση σβίδρας ανάμεσα στα δόντια της τίγρης
Η γυναίκα μου με στόμα κονκάρδας και ανθοδέσμης άστρων
        μικρότερου μεγέθους
Με δόντια αποτυπώματα άσπρου ποντικιού πάνω στην άσπρη γη
Με γλώσσα κεχριμπαριού και γυαλιού τριμμένου
Με γλώσσα μαχαιρωμένου αντίδωρου
Με γλώσσα κούκλας που ανοιγοκλείνει τα μάτια της
Με γλώσσα πέτρας απίστευτης
Η γυναίκα μου με ματόκλαδα όρθιες γραμμούλες παιδικής γραφής
Με φρύδια περίγυρου φωλιάς χελιδονιού
Η γυναίκα μου με κροτάφους σχιστόλιθου στέγης θερμοκηπίου
Κι άχνας στα παράθυρα
Η γυναίκα μου με ώμους σαμπάνιας
Και κρήνης με κεφάλια δελφινιών κάτω από τον πάγο
Η γυναίκα μου με καρπούς χεριών από σπίρτα
Η γυναίκα μου με δάχτυλα τύχης και καρδιάς άσσου κούπα
Με δάχτυλα θερισμένου σταχυού
Η γυναίκα μου με μασχάλες τριχώματος του κουναβιού και καρπών οξιάς
Της νύχτας του Αϊ-Γιαννιού
Της αγριομυρτιάς και φωλιάς σκαλαριών
Με μπράτσα του αφρού της θάλασσας και του υδροφράγματος
Και μείγματος σταριού και μύλου
Η γυναίκα μου με γάμπες βεγγαλικού
Με κινήσεις ωρολογιακές κι απελπισίας
Η γυναίκα μου με γάμπες από μεδούλι της ακτέας
Η γυναίκα μου με πόδια αρχικά ονομάτων
Με πόδια εσμού κλειδιών με πόδια καλφάδων που πίνουν
Η γυναίκα μου με λαιμό μαργαριταριού αλεσμένου κριθαριού
Η γυναίκα μου με λαιμό χρυσής κοιλάδας
Και συναντήσεων μέσα στην ίδια την κοίτη του χειμάρρου
Με στήθια της νύχτας
Η γυναίκα μου με στήθια θαλασσινής φωλιάς του τυφλοπόντικα
Η γυναίκα μου με στήθια χοάνης για ρουμπίνια
Με στήθια φάσματος του ρόδου κάτω απ' τη δροσιά
Η γυναίκα μου με κοιλιά βεντάλιας των ημερών όταν ξεδιπλώνεται
Με κοιλιά γιγάντιο νύχι γαμψό
Η γυναίκα μου με ράχη πουλιού που φεύγει κατακόρυφα
Με πλάτη υδράργυρου
Με πλάτη φωτός
Με σβέρκο πέτρας στρογγυλεμένης και κιμωλίας βρεμένης
Και πεσίματος του ποτηριού που μόλις ήπιαμε
Η γυναίκα μου με γοφούς μικρού πλοίου
Η γυναίκα μου με γοφούς πολυελαίου και με φτερά σαΐτας
Και με μίσχους φτερών άσπρου παγονιού
Και ζυγαριάς ανευαίσθητης
Η γυναίκα μου με γλουτούς από αμμόπετρα και αμίαντο
Η γυναίκα μου με γλουτούς ράχης του κύκνου
Η γυναίκα μου με γλουτούς της άνοιξης
Με αιδοίο γλαδιόλας
Η γυναίκα μου με αιδοίο φλέβας χρυσού κι ορνιθορύγχου
Η γυναίκα μου με αιδοίο φύκια και καραμέλες του παλιού καιρού
Η γυναίκα μου με αιδοίο καθρέφτη
Η γυναίκα μου με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα
Με μάτια μενεξεδιάς πανοπλίας και μαγνητισμένης βελόνας
Η γυναίκα μου με μάτια σαβάνας
Η γυναίκα μου με μάτια νερού για να πίνεις στη φυλακή
Η γυναίκα μου με μάτια του ξύλου πάντα κάτω από τον πέλεκυ
Με μάτια στο ύψος του νερού στο ύψος του αέρα της γης και της φωτιάς.


                                                                     μτφρ. Νάνος Βαλαωρίτης


Από το βιβλίο: Χριστόφορος Λιοντάκης, «Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης. Από τον Μπωντλαίρ ώς τις μέρες μας», Καστανιώτης, 2000.

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

19 Σεπτεμβρίου, 11 και κάτι




Αφήσαμε τη Μαρία
στο λάκκο
μες στα χώματα
που εμείς ρίχναμε.
Άσπρα κεφάλια λουλουδιών
φοβισμένα ξεμύτιζαν τα καημένα
δυο φορές,
δυο φορές πτώματα.
Όμορφα που ήταν τα λουλούδια!
Όμορφη μέρα κι ο κόσμος
προχωρούσε στη νύχτα
χωρίς να «γνωρίζει» κανέναν.
Σ’ αγάπησαν κι αγάπησες πολύ.
Πού πήγε τόση αγάπη;
Γιατί τέτοιος θάνατος;
Αφήσαμε τη Μαρία.
Σ’ αφήσαμε μόνη, τόσο μόνη
ευτυχώς δεν κατάλαβες.
«Μακριά από μας η μοναξιά» είπαμε.
Πήγαμε απέναντι για τον καφέ
και τα λοιπά.
Ένας φίλος έκλαιγε ακόμη
καθισμένος στον περίβολο
της σιωπηλής πόλης.
«Θέλω να τη δω», έλεγε.
«Δεν την είδα. Θέλω να τη δω».
Στους δρόμους που αγάπησε
και μίσησε ατέλειωτα
θα την ακούσεις,
θα τη γευτείς τα χαράματα
των εθνικών επετείων.
Θα πατάξει πάλι τον φασισμό
στους δρόμους
να τον λιώσουν οι σόλες μας.
Η φλόγα των ματιών της
άσβεστη
στα καντήλια των ψυχών μας.
Μαρία, νότες, μουσικές
κρέμονται στα κύτταρά σου.
Παιδί των εξόριστων
κι αδικημένων.
Φωτιά ορμητική
που τόσες φορές
πάνω σου έστρεψε ο άνεμος.
κι εσύ ξανά ... ξανά
με το ίδιο πάθος.
Ζωή λέγεται αυτό.
Σ’ αφήσαμε μόνη Μαρία,
Φύγαμε όλοι γι’ αλλού.


                                   Ειρήνη Δασκιωτάκη
                                   για τη Μαρία Θεοδωρίδου.

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

Αλέξης Ζακυνθινός, "Ο στρατιώτης"






Η ΜΟΙΡΑ

Ο στρατιώτης - αρχάγγελος φυλάει τους δρόμους.
Τα μάτια του γδέρνουν το σκοτάδι, καθώς
η νύχτα, κι’ εκεί στο τέλος της
μεταμορφώνεται σε μοίρα ή μάλλον σε έντομο
τεράστιο, που τα πόδια του κροτούν στην άσφαλτο,
φέρνοντάς το προς το μέρος μας επίσημα…

Σίγουρα πειστήκατε. Όμως η μοίρα
ντύνεται στις εμφανίσεις της πολύ πιο απλά.
Κι’ ο στρατιώτης γι’ αυτό είναι εδώ, για να προλαβαίνη
την πλάνη.




Ο ΛΟΦΟΣ

Αυτά που γράφω δεν είναι αυτά που έζησα.
Ο λόφος με τους στρατιώτες και τα σκουλήκια,
κορφή και πρόποδες, το βασίλειο των ψαριών,
οι ανατολές και τα μεσημεριάτικα πουλιά,
της νύχτας ιδίως τα ρυθμικά έντομα,
η γη κι’ η βλάστηση, το φράγμα του ήχου,
οι λέξεις και μαζί τα σκουριασμένα καρφιά,
τούτα που καρφώνουν τους ανθρώπους στο έδαφος,
σε κάτι στάσεις αρχαϊκές, απαράλλαχτα ίδιες,
όλα αυτά δεν είναι αυτά που έζησα.
Οι άνθρωποι, η γη κι’ η βλάστηση είναι φτιαγμένα
με λέξεις, με γραμμές – φτερά πουλιών,
κορφή και πρόποδες, για πάντα.
Αυτά που γράφω δεν είναι αυτά που έζησα.
Όμως ο λόφος, που αναφέρω, υπάρχει.




Από τη συλλογή «Ο στρατιώτης», 1960

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Νίκος Λάζαρης, "Τα δέντρα τρέχουν βιαστικά"




ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΘΕΡΙΝΗ

Αυτός ο λόφος δεν ήταν εδώ
αυτά τα δέντρα μάς κοίταζαν από άλλη θέση
αυτά τα μισογκρεμισμένα σπίτια στο βάθος
είδαν τη στέρηση, είδαν την αδικία
κι έβγαιναν τώρα λες
από ένα βαθύ χάσμα μνήμης,
λάμποντας παράξενα στο δειλινό
σαν επιτάφια νησιά ανθισμένα.
Μέσα στους έρημους δρόμους μια σκιά,
ύστερα άλλη κι άλλη
και το φτερούγισμα μιας μακρινής υπόσχεσης
– ήχος ξερός στην αδειανή λεκάνη της καρδιάς.
Απροσδόκητα τότε ερχόταν
τεντωμένος εκείνος ο μεγάλος άνεμος
και μας έσπρωχνε όλους
πολυκατοικίες, ανθρώπους, αυτοκίνητα
και θερινά σινεμά,
ολοένα με μεγαλύτερη δύναμη
προς την τρικυμισμένη θάλασσα.




Η ΕΝΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΡΚΗΣ

Ποιος χάνεται απόψε μες στο πλήθος
ποιος μες στον εαυτό του συντρίβεται;
Ποιος αναζητά απεγνωσμένα το άλλο
αυτό που κάποτε υπήρξε
αυτό που δεν θα υπάρξει ποτέ;
Ποιος βήχει στο φεγγάρι
ποιος στο χιονισμένο πάρκο δίπλα σου;
Ποιος σκάβει τις νύχτες τη φυλακή του
και το πρωί βρίσκεται σε μιαν άλλη;
Ποιος ματώνει στα βράχια του μυαλού του;
Ποιος σπρώχνει τους άλλους με αγωνία
για να δει το κρυμμένο, το απαραβίαστο;
Ποιος ίπταται φλεγόμενος;
Ποιος λιμοκτονεί;
Ποιος κρατάει τις άκρες του σχοινιού
που επάνω του βαδίζω;
Ποιος με παύσεις συχνές
υπαγορεύει τούτο το κείμενο;




ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ

Ο ουρανός ναυαγός
πάνω από το κεφάλι μας
και δεν έχουμε βάρκα
να τον περισυλλέξουμε
δεν έχουμε πανί·
οι φωνές μας άναρθρες
πνίγονται
μέσα στον πάταγο του καιρού.




ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΤΡΕΧΟΥΝ ΒΙΑΣΤΙΚΑ

Ένας άντρας τώρα είναι μαχαίρι,
είναι καρφί, είναι κοντάρι,
μια γυναίκα γυμνή είναι λίμνη,
είναι λειμώνας, είναι ουρανός,
ένα παιδί χωρίς ομπρέλα στη βροχή
είναι τραίνο και στις ράγες του χρόνου
ταξιδεύει.
Ξημερώνει.
Τα δέντρα στην πλατεία
τρέχουν όλα βιαστικά.
Και ακούω μέσα απ τους αιώνες
άλλη μια φορά να πλησιάζουν
των νικημένων τα βήματα.




Από τη συλλογή «Τα δέντρα τρέχουν βιαστικά», 1985, που περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική έκδοση «Νίκος Λάζαρης - Η ένταση είναι διαρκής (Ποιήματα 1975-2002)», Τυπωθήτω-λάλον ύδωρ, Α΄ έκδοση: Οκτώβριος 2007 

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

Γιώργος Σεφέρης, "Ημερολόγια καταστρώματος"




Αλληλεγγύη

Είναι εκεί δεν μπορώ ν’ αλλάξω
με δυο μεγάλα μάτια πίσω απ’ το κύμα
από το μέρος που φυσά ο αγέρας
ακολουθώντας τις φτερούγες των πουλιών
είναι εκεί με δυο μεγάλα μάτια
μήπως άλλαξε κανείς ποτέ του.

Τι γυρεύετε; τα μηνύματά σας
έρχουνται αλλαγμένα ως το καράβι
η αγάπη σας γίνεται μίσος
η γαλήνη σας γίνεται ταραχή
και δεν μπορώ να γυρίσω πίσω
να ιδώ τα πρόσωπά σας στ’ ακρογιάλι.

Είναι εκεί τα μεγάλα μάτια
κι όταν μένω καρφωμένος στη γραμμή μου
κι όταν πέφτουν στον ορίζοντα τ’ αστέρια
είναι εκεί δεμένα στον αιθέρα
σα μια τύχη πιο δική μου απ’ τη δική μου.

Τα λόγια σας συνήθεια της ακοής
βουίζουν μέσα στα ξάρτια και περνάνε
μήπως πιστεύω πια στην ύπαρξή σας
μοιραίοι σύντροφοι, ανυπόστατοι ίσκιοι.

Έχασε πια το χρώμα του αυτός ο κόσμος
καθώς τα φύκια στ’ ακρογιάλι του άλλου χρόνου
γκρίζα ξερά στο έλεος του ανέμου.

Ένα μεγάλο πέλαγο δυο μάτια
ευκίνητα και ακίνητα σαν τον αγέρα
και τα πανιά μου όσο κρατήσουν, κι ο θεός μου.




Θεατρίνοι, Μ. Α.

Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε
όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε
στήνουμε θέατρα και σκηνικά,
όμως η μοίρα μας πάντα νικά

και τα σαρώνει και μας σαρώνει
και τους θεατρίνους και το θεατρώνη
υποβολέα και μουσικούς
στους πέντε ανέμους τους βιαστικούς.

Σάρκες, λινάτσες, ξύλα, φτιασίδια,
ρίμες, αισθήματα, πέπλα, στολίδια,
μάσκες, λιογέρματα, γόοι και κραυγές
κι επιφωνήματα και χαραυγές

ριγμένα ανάκατα μαζί μ’ εμάς
(πες μου πού πάμε; πες μου πού πας;)
πάνω απ’ το δέρμα μας γυμνά τα νεύρα
σαν τις λουρίδες ονάγρου ή ζέβρα

γυμνά κι ανάερα, στεγνά στην κάψα
(πότε μας γέννησαν; πότε μας θάψαν!)
και τεντωμένα σαν τις χορδές
μιας λύρας που ολοένα βουίζει. Δες

και την καρδιά μας· ένα σφουγγάρι,
στο δρόμο σέρνεται και στο παζάρι
πίνοντας το αίμα και τη χολή
και του τετράρχη και του ληστή.


                Μέση Ανατολή, Αύγουστος ’43




Ευριπίδης, Αθηναίος

Γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Τροίας
και στα λατομεία της Σικελίας.

Του άρεσαν οι σπηλιές στην αμμουδιά κι οι ζωγραφιές
         της θάλασσας.
Είδε τις φλέβες των ανθρώπων
σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια·
προσπάθησε να το τρυπήσει.
Ήταν στρυφνός, οι φίλοι του ήταν λίγοι·
ήρθε ο καιρός και τον σπαράξαν τα σκυλιά.



Από τη συγκεντρωτική συλλογή «ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ»,
20η έκδοση, Ίκαρος εκδοτική εταιρία 2000


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ - ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ

Χώρες παραγωγής: Ελλάδα, Κύπρος
Χρονιά παραγωγής: 2001
Πρώτη προβολή στην Ελλάδα: 16 Νοεμβρίου 2001 (42ο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης)
Στις αίθουσες βγήκε την 1η Φεβρουαρίου του 2002
Διάρκεια: 1:10:16
Αφηγητής: Δημήτρης Καταλειφός
Κατηγορία: Ταινία Τεκμηρίωσης (Ντοκυμαντέρ)
Σκηνοθεσία: Στέλιος Χαραλαμπόπουλος
Παραγωγή: Θάνος Λαμπρόπουλος
Σενάριο: Στέλιος Χαραλαμπόπουλος
Φωτογραφία: Γιάννης Βαρβαρίγος
Μουσική: Νίκος Κυπουργός 
Τα γυρίσματα έγιναν σε τόπους όπου έζησε και έδρασε ο ποιητής:
Ελλάδα, Παρίσι, Λονδίνο, Κύπρο, Μικρά Ασία. 
Βραβεύσεις:
Α' Κρατικό Βραβείο Ποιότητας Ντοκιμαντέρ το 2001.
Βραβείο Καλύτερου Ντοκιμαντέρ στον Στέλιο Χαραλαμπόπουλο
στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (2001).

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Λίνα Φυτιλή, "Μυθική μέρα"




Μυθική μέρα

                                                   Σε βλέπω στον ύπνο μου
                                         
                                                   είσαι δεκάξι
                                                   με την παλιά φωνή,
                                                   το γέλιο σου φωταγωγημένο

                                                   και λέω
                                                   μήπως ξεχάσω τη χρονιά του ΄90
                                                   που έμπασε τη θάλασσα στο σπίτι-

                                                   Θηρίο της αποκάλυψης
                                                   αν έγραφα το ποίημα
                                                   απόψε-

                                                   θα είχες 
                                                   κάτι από την αύρα
                                                   των ψυγείων

                                                   στα μαλλιά σου






                                                        Πρότερος έντιμος βίος

                                        Τι πειράζει που δεν είσαι ο Καραβόμυλος,
                                        όταν ανάμεσα στα πόδια μου
                                        μπαίνεις
                                        όταν φτάνουμε σε ένα τέλος
                                        ελαφρύτερο
                                        από το ποίημα,
                                        με μάτια ξυράφια
                                        και το τριλαμπές της μιας Θεότητας.





                                   (Μετρώντας) σαράντα μέρες με την όπισθεν

                                        το φως το βίαιο,
                                        το σπαραχτικό
                                        σε μια θάλασσα στάχτης
                                        ανάμεσα στους απόντες,
                                        μια ακόμα φορά ανάβω.

                                        Μ΄ ελάχιστη απόκλιση
                                        τα τυφλά σημεία
                                        σαν χρόνια παιδικά
                                        λάμπουν

                                         Τι θα πει μαύρη γη,
                                        δεν ξέρω,
                                        άσε κάτω τα κονιάκ
                                        να τα πιούμε γιαγιά
                                        επί τόπου,
                                        μήπως παν τα φαρμάκια
                                        κάτω.



Από τη συλλογή "μυθική μέρα", εκδόσεις Ενδυμίων 2014

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

Ιγνάτης Χουβαρδάς, "Δύο σπουργίτια"

                     
Γιώργος Μπουζιάνης, "Γυναίκα στον καθρέπτη"

               
                                     Δύο σπουργίτια

                    Δύο σπουργίτια με κοιτάζουν ακίνητα,
                    ατάραχα από το διάβα μου κοντά τους.
                    Βάλθηκαν να μου εμπιστευτούν ένα μικρό τους μυστικό
                    κι όσο τα πλησιάζω, νιώθω να μου λένε εκκωφαντικά μέσα στη
                          σιωπή τους:
                    ¨πως το σώμα είναι κάτι απλό, οικείο, φυσικό,
                    μια απλή απόληξη της ζωής μέσα στο σπίτι, τη φωλιά.¨




                                     Τελευταία νύχτα

                    Τελευταία νύχτα σ' αυτή την πόλη
                    φόρτωσα τα πράγματα στο αυτοκίνητο
                    κι έμεινε ένα δωμάτιο γυμνό
                    με μια κουβέρτα κι ένα στρώμα
                    και τη φωνή μου να τσακίζεται στους τοίχους.

                    Μια βδομάδα αφότου διαλύσαμε το δεσμό μας
                    πήρα το τηλέφωνο του αποχαιρετισμού
                    και βρεθήκαμε να διασχίζουμε τις γειτονιές
                    όπως την πρώτη νύχτα της γνωριμίας.

                    Ταξιδέψαμε στο διπλανό χωριό
                    φάγαμε σε ταβέρνα  -με κοίταζες στα μάτια-
                    κι επιστρέφοντας περίμενες από το στόμα μου
                    να σε καλέσω σπίτι.

                    Πέσαμε στο στρώμα
                    κι η ανάσα μας χτυπούσε στα τζάμια και την πόρτα
                    και ξαναερχόταν στ' αυτιά μου πιο δυνατή
                    κι ανακάλυπτα το σώμα σου απαιτητικό
                    με τα φιλιά να γίνονται δαγκάματα
                    και τα χάδια μια επαλήθευση
                    του χειμώνα που πέρασε.

                    Ήταν η πιο θερμή ερωτική μας νύχτα
                    κι ήταν το πιο ψυχρό μας πρωινό
                    χωρίς αγκαλιές και δάκρυα
                    με μια εντύπωση ότι το σεξ θεριεύει
                    μόλις κρύβεται η αγάπη.
                    Μόνο είπες: το χειρότερο βάσανο είναι οι αναμνήσεις.



                                     Το σκοτεινό παρελθόν

                    "Τις νύχτες ανηφορίζει με τα σκοτεινά του μάτια
                    και χτυπά το κουδούνι της.
                    Δεν έχει τρόπους, ούτε επάγγελμα.
                    Γεμίζει το ερειπωμένο σπίτι
                    με βρισιές
                    και χωρίς παρακάλια
                    τραβά τα μακριά της μαλλιά
                    κι ανεμίζει σαν άγριο θηρίο μέσα της.
                    Λέει πως τον αντιπαθεί
                    αλλά τον περιμένει απρόσκλητο
                    στα άγρια μεσάνυχτα".

                    Θυμήθηκα την ιστορία
                    τώρα που είδα ξαφνικά το πρόσωπό της
                    σε μια φωτογραφία.
                    Τελείωσαν οι σπουδές της
                    κι έχει παντρευτεί σε άλλη πόλη
                    ενώ συχνά βλέπω τον φίλο της στο δρόμο:
                    έχουν μακρύνει τα γένια του,
                    το βήμα πιο αργό,
                    το βλέμμα απλανές, χαμένο οριστικά στην τρέλα.