Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

Γιώργος Μαρκόπουλος, "Οι πυροτεχνουργοί"




Τραγούδι για τους μοναχικούς άντρες

                                                     Στον Κωστή Νικολάκη


Το βράδυ μαζεύεις ξύλα για το τζάκι.

Και το πρωί, α το πρωί,
τί πικρή που είναι η ζωή όλο με τις στάχτες.





Ο πατέρας μου ήθελε να φτιάξει ένα σπίτι


Ο πατέρας μου έφαγε μια ζωή για να φτιάξει ένα σπίτι.
Απογεύματα, γιορτές στο κουζινάκι
χωρίς ένα γλυκό ή ένα καφενείο.
Όταν πέθανε άφησε ένα χορταριασμένο στρατί,
ένα κτίσμα δίχως κουφώματα, δίχως σοφάτια, χρόνια...
Αλλάξαν οι καιροί, που λέει και ο λαός,
πράγματα διάφορα συνέβησαν,
χαθήκαμε με τον αδελφό μου,
μάθαμε πως έφυγε και ο πατέρας…

Γι’ αυτό λοιπόν το βράδυ σε κοιτώ τόσο βαθιά στα μάτια.
Είναι μήπως ζήσω εγώ την ταπεινή θαλπωρή
που εκείνος δεν έζησε.





Η μνήμη παλιώνει


Διψώ σαν το ποτάμι που στέρεψε.
Πέτρες αμετακίνητες ανάμεσα στα πόδια τα χέρια σου,
φράζουν την πηγή που ζητάω.
Ύπουλος, προσπαθώ να τα τραβήξω χρησιμοποιώντας αστεία,
ή ορμητικός άλλοτε, ακριβώς σαν το ποτάμι που κάποτε ήμουν.

Γελάς. Δυο ποτήρια που σπάζουν
σε ερημική παραλία τα γέλια σου.
Ύστερα πια θυμώνεις.
Μια ντουφεκιά πέρα μακριά στα χωράφια,
πέφτει με πάταγο η φωνή σου.

Αν είχα πεθάνει, δεν θα με είχες γνωρίσει.
Αν δεν είχες ξεχάσει τα σπίρτα σου εκείνο το απόγευμα
στο σταθμό ή στο τραίνο, επίσης δεν θα με είχες γνωρίσει.
Και αν δεν είχες φύγει από το σπίτι μας στη συνέχεια,
για πάντα εκείνο το βράδυ,
φορώντας βιαστικά χωρίς εσώρουχα το φουστάνι,
δεν θα ήμουν τώρα ο άνεμος που από ζήλια γκρεμίζει.

Έτσι είναι λοιπόν οι άντρες. Άλλος βουνό κι άλλος μαχαίρι.
Και όλα εδώ τελειώνουν.
Και τα απρόοπτα είναι για να γίνονται.

                                 ≈

Ανάμεσα στο τελευταίο τσιγάρο και στη νύχτα
η μνήμη παλιώνει, η φωνή του φίλου χάνεται
και η παρεξήγηση παίρνει ένα τέλος.





Θάλασσα του χειμώνα

                                                     Στον Νίκο Μαρκομιχελάκη


Θάλασσα του χειμώνα αφημένη από τους ανθρώπους.

Εδώ ας καθίσουμε μια στιγμή στην ησυχία.
Όπως καθίσαμε παιδιά στη σχολική εορτή.
Όπως κάθισαν οι καλεσμένοι στην αυλή
στους αρραβώνες της γιαγιάς μας, Κυριακή Ιουλίου του 1930.
Όπως κάθισαν οι δυο ξένοι στο σταθμό της Κορίνθου
και αγαπήθηκαν ύστερα πίσω από άδεια κιβώτια μπύρας
και τον εγκαταλειμμένο φωνόγραφο,
μισή ώρα πριν έρθουν τα τραίνα, και ύστερα χάθηκαν για πάντα.

Θάλασσα του χειμώνα αφημένη από τους ανθρώπους.

Εμείς που ποθήσαμε τόσο πολύ τη γαλήνη
γυρνάμε τώρα στις λεωφόρους δίχως κρεβάτι
και με τα μάτια κόκκινα από την αγρύπνια.





Από τη συγκεντρωτική έκδοση: «ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1968-2010 (Επιλογή)», εκδ. Κέδρος 2014. (Τα ποιήματα περιλαμβάνονται στη συλλογή «Οι πυροτεχνουργοί»).



Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Μάνος Ελευθερίου, "Το νεκρό καφενείο"




ΖΟΥΜΕ ΑΛΛΟΥ

Ζούμε αλλού και κάπου αλλού υπάρχουμε
αλλού κι αλλιώτικα μιλάμε και αγαπάμε
αλλού είναι η σκέψη μας κι ολόκληρη η ζωή μας

κι όμως εδώ σ’ αυτό τον τόπο σέρνουμε τα πόδια μας
σαν τους κατάδικους που ζουν μ’ άλλους κατάδικους
σ’ αυτές εδώ τις ερημιές με πρόσωπα που ανήκουν
         σ’ άλλους
ή και σε κάτι που υποδύεται τους άλλους.


Ζούμε αλλού κι άραγε πώς να είμαστε
με ποια λαλιά και ποιες αισθήσεις


με δέρμα και αίμα υποταγμένα στο μυστήριο
και ασφαλώς περήφανοι στην τακτική ζωή μας.

Α βέβαια, βέβαια ζούμε αλλού και κάπου αλλού
         υπάρχουμε.




Ω ΦΙΛΟΙ, ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ

Φίλοι παλιοί χρυσάφι παλιό
χρόνια κρυμμένοι στις σκιές
το θάνατό τους τον μαθαίνουμε απ’ τις εφημερίδες.

Στα μαγεμένα σπίτια τους είχαν καθρέφτες σκοτεινούς.
Τα βράδια ντύνονταν πτηνά να ξεγελούν τους ουρανούς.
Νιώθαν ασφάλεια μες στις χαράδρες του έρωτα
ύψωναν πόρτες στις ερήμους
κυκλοφορούσαν μόλις νύχτωνε σαν αυτοκράτορες.

Με τόσες μάσκες, μεταμορφώσεις και μονολόγους
δε φταίει κανείς που χάθηκαν μέσα σε τόσους ρόλους
μήτε που τρίζει το βασίλειο σαν το σπασμένο καναπέ.

Ω φίλοι, φίλοι μου,
μιλήσατε τα ελληνικά σαν τα ξερά φύλλα της λεύκας
         στον αέρα.




ΤΟ ΜΠΛΕ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΓΥΡΕΥΑ

Το μπλέ του κόσμου γύρευα
και καθώς ενόμιζα πως κουβαλούσα το αεράκι
του μέλλοντός μου
είδα το χιόνι των ανθρώπων ερώτων μακρινών
και να ματώνουν τα πνευστά και να ιδρώνουν θάνατο

και τα σώματα να γίνονται μοίρα
με τη μνήμη μας ένα ποτάμι θηρία που αστράφτει
κατηφορίζοντας στα μεγάλα βουνά των ανθρώπων.




ΜΙΑΣ ΠΙΚΡΑΣ ΕΡΩΤΩΝ

Ξύπνησα μούσκεμα στα όνειρα
μ’ έναν άρρωστο στίχο στα δόντια.
Μες στα συρτάρια ψεύτικα φιλιά.
Μες στις ντουλάπες δήθεν αναμνήσεις.
Πώς να ζήσει κανείς τo ανέλπιστο
αφού αυτό που φαντάζεται του συμβαίνει.
Όλα θυμίζουν τα φτερά –
και στο έτος που οι μήνες δεν είχαν όνομα.




Από τη συλλογή «Το νεκρό καφενείο», εκδ. Καστανιώτη, β΄ έκδοση 2006 

Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Πάμπλο Νερούδα, "Εστραβαγάριο"




Ο ΜΥΘΟΣ ΜΕ ΤΗ ΣΕΙΡΗΝΑ
ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΥΣ

Όλοι τούτοι οι κύριοι βρίσκονταν μέσα
όταν εκείνη μπήκε ολόγδυτη,
εκείνοι είχαν πιει κι άρχισαν να τη φτύνουν,
εκείνη δεν καταλάβαινε τίποτα, μόλις βγαλμένη απ’ το
         ποτάμι:
ήταν μια Σειρήνα που ’χε χάσει το δρόμο,
οι βρισιές κυλούσαν πάνω στη λεία σάρκα της,
η προστυχιά σκέπαζε το χρυσό της στήθος,
εκείνη δεν ήξερε να κλαίει, γι’ αυτό δεν έκλαιγε,
δεν ήξερε να ντύνεται, γι’ αυτό δεν ήταν ντυμένη,
τη στιγματίσανε με τσιγάρα και αναμμένα φελλά
και γελούσαν μέχρι που κυλίστηκαν στην ταβέρνα χάμω
         απ’ τα γέλια,
εκείνη δε μιλούσε γιατί δεν ήξερε να μιλάει,
τα μάτια της είχαν χρώμα έρωτα μακρινού,
τα μπράτσα της ήταν χτισμένα από δίδυμα τοπάζια,
τα χείλη της σκιστά στο φως του κοραλλιού
κι ευθύς από τη θύρα τούτη βγήκε
και μόλις μπήκε στο ποτάμι, έγινε κατακάθαρη,
έλαμψε σαν άσπρη πέτρα στη βροχή
και δίχως να κοιτάξει πίσω κολύμπησε ξανά,
κολύμπησε ως το ποτέ πια, ως το πού πεθαίνουν.




Μ’ ΕΚΕΙΝΗΝ

Έτσι σκληρός που είναι τούτος ο καιρός, περίμενέ με:
Θα τον ζήσουμε με κέφι.
Δώσ’ μου το μικρό χέρι σου.
Θ’ ανεβούμε και θα υποφέρουμε.
Θα πηδήσουμε και θα πονέσουμε.

Είμαστε ξανά το ζευγάρι
που έζησε σε μέρη δασιά,
στις άγριες σπηλιές των βράχων.
Έτσι μακρύς που είναι τούτος ο καιρός, περίμενέ με
μ’ ένα πανέρι, με το φτυάρι σου,
με τα παπούτσια και τα ρούχα σου.

Τώρα χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο,
όχι μονάχα για τα γαρίφαλα,
όχι μονάχα για να βρούμε το μέλι:
χρειαζόμαστε τα χέρια μας,
για να πλύνουμε και ν’ ανάψουμε φωτιά.
Και τότε ας τολμήσει ο σκληρός χρόνος
να προκαλέσει την απεραντοσύνη
τεσσάρων χεριών και τεσσάρων ματιών.




ΟΣΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ

Μέσα σε μια μέρα θα ιδωθούμε

Όμως σε μια μέρα μεγαλώνουν πράγματα,
πουλιούνται σταφύλια στο δρόμο,
αλλάζει το φλούδι της ντομάτας,
το κορίτσι που σ’ άρεσε
δεν ξαναγύρισε πια στο γραφείο.

Αλλάξανε ξαφνικά τον ταχυδρόμο,
οι επιστολές πια δεν είναι ίδιες.

Μερικά χρυσά φύλλα και άλλαξε
το δέντρο: έγινε τώρα παραλής.

Ποιος να μας το ’λεγε πως η γη
με τη γέρικη φλούδα της αλλάζει τόσο;
Έχει περισσότερα ηφαίστεια από χτες,
ο ουρανός έχει καινούργια σύννεφα,
τα ποτάμια κυλάν με άλλον τρόπο.
Κι έξω απ’ αυτό και τι δε χτίζουν!
Εγώ έχω εγκαινιάσει εκατοντάδες
λεωφόρους, κτήρια,
γεφύρια απάτητα και κομψά
σαν πλοία ή σαν βιολιά.

Γι’ αυτό όταν σε χαιρετώ
και φιλώ το λουλουδένιο στόμα σου,
τα φιλιά μας είναι άλλα φιλιά
και τα χείλη μας άλλα χείλη.

Χαίρε, αγάπη μου, χαίρε για όλα
όσα μαραίνονται κι όσα ανθίζουν.

Χαίρε για χτες και για σήμερα,
γι’ αύριο και για προχτές.

Χαίρε για το ψωμί και για την πέτρα.
Χαίρε για τη φωτιά και τη βροχή.

Γι αυτό που αλλάζει, γεννιέται, μεγαλώνει,
αναλώνεται και ξαναγίνεται φιλί.

Χαίρε για ό,τι έχουμε από αέρα
και για ό,τι έχουμε από γη.

Όταν μαραίνεται η ζωή μας,
δε μένει άλλο από τις ρίζες
κι ο άνεμος είναι κρύος σαν το μίσος.

Τότε αλλάζουμε δέρμα,
νύχια, αίμα, μάτια,
και συ με φιλάς, και γω βγαίνω
και πουλάω φως στους δρόμους.

Χαίρε για τη νύχτα και τη μέρα
και για τις τέσσερις εποχές της ψυχής.


                                           Μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου



Από τη συλλογή «Εστραβαγάριο», εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ - FAQ, 2010

Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Κατερίνα Κατσίρη, "Αν είσαι λέξη"




ΑΣΦΑΛΗΣ ΣΤΗ ΑΠΟΥΣΙΑ

Ποια μάτια, να ξυπνήσεις μ’ ένα ρόδισμα το δέντρο
να κατοικήσεις στον εαυτό σου
ή ένα κλάμα καθαρό να στάξει την ελπίδα στα ξερά πηγάδια
Ούτε καινούργια χείλη να γελάσεις, σαν να ήσουνα θεός
στο νόημα που διοχετεύει ο εαυτός σου
Να παγιδεύσεις με το νου όλες αυτές τις θεϊκές σκιές
να δώσεις ένα σύμπαν στη ζωή

Για κάτι μικρές βαμβακερές αναγκαιότητες γράφεις μονάχα
μουρμουρίζοντας
που σβήνουν-ξεριζώνουν τ’ αγριόχορτα χαράματα

Είσαι εν τέλει ασφαλής στη απουσία




ΜΕ ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΗΣ

Σιωπή. Που γέννησε τις απουσίες
κι ένα τριαντάφυλλο
να ξεγελά την αθωότητα
Οι ήχοι στάζουνε σκουριές
θέλω να πω, οι εποχές, το χρώμα, η έλλειψη
μέσα στο Είναι αιωρούνται
Και το κορίτσι, από τον τρόπο που το κοίταξες
Δεν είσαι γέλιο
Νάρκισσε!
φώναξα




ΡΟΚ ΕΝΤ ΡΟΛ

Κάθε μέρα μικρά φίδια ζώνουν το κρανίο όπου μένω
πρόστυχα ζωύφια που δαγκώνουν ύποπτα
το δεξί του χέρι
αλλάζοντας τον έρωτα σε ’κείνη τη φωτογραφία σου
Καμιά φορά αναδιπλώνονται στο άσπρο μου φουστάνι
και αφαιρούν το άσπρο της επιθυμίας
μια κίνηση να κάνω
ανάβει το τσιγάρο μου
με μαύρο, πολύ μαύρο ροκ εντ ρολ
Φίδια, πολλά φίδια
φίλοι που αύριο θα κλαίνε στην κηδεία μου




Από τη συλλογή «αν είσαι λέξη», εκδ. Οδός Πανός, 2012


LED ZEPPELIN - ROCK AND ROLL

Κυριακή 25 Μαΐου 2014

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου, "Ονείρων κοινοκτημοσύνη"




ΝΑΥΑΓΟΙ

Βαριά σκοτεινή βροχή
Στο προσκεφάλι μου φωνές
Φωνές που δεν εξαγοράζονται
Και παραμένουν βαθιά στο αίμα
Βαθιά στην εξορία της πατρίδας

Έσπασε ο καιρός στη σιωπή τ’ ουρανού
Στη δικαιοσύνη μένουμε της ιστορίας
Στην πίκρα που διασχίζει τις ψυχές
Λεηλατημένων ονείρων κοινοκτημοσύνη

Ναυαγοί της ιστορίας κωπηλατούμε.




ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΝ

Βαρύς ο ήχος των αργυρίων σημαίνει

Κι επικρατούν τώρα αστραφτεροί
Άπληστοι οι λογιστές επικρατούν των ποιητών

Και βλέπουμε άκριτο το παρελθόν
Ενώ ποτέ δεν θα γνωρίσουμε το μέλλον

Επικρατούν και πάλι οι αριθμοί των λέξεων

Ενώ πίσω από το άχτιστο φως
Ακούγεται τριγμός οδόντων.




ΟΝΕΙΡΩΝ ΞΕΦΤΙΔΙΑ

Στον άνεμο ρίχνω μια χούφτα χώμα
Χαράζει το χέρι λέξεις των θλίψεων
Πώς τώρα το χάσμα της σκέψης των ονείρων να γίνει
      φωνή
Στη διττή της να μετέχει η σάρκα μορφή
Κι οδηγημένη απ’ το χέρι η σιωπή να γίνει γλώσσα

Σούρουπο σταματούν οι δεκαοχτούρες το θρήνο
Ροκανίζουν στο πλατάνι οι κάργιες τη μέρα
Ποια λόγια να σου απευθύνω τραυλίζοντας
Ονείρων ξεφτίδια απορρίπτουν τον κόσμο μας
Μ’ εγκαύματα με καλούν ατέρμονης καταδίκης
Στο ρήγμα του πένθους βυθίζονται όλα βαθιά

Κάποτε σου είχα γράψει:
Ο Έρωτας ακυρώνει τη σκοτεινή απώλεια του χρόνου,
Κάποτε σε μιαν άλλη Εποχή,

Φυσάει νύχτα στα σύννεφα των πεύκων
Πλησιάζει όπως πάντα η θλιβερή μουσική
Ο ασίγαστος μονότονος ήχος των αργυρίων

Ποια δικαιοσύνη ερμηνεύει το αβάσταχτο;




Από τη συλλογή «Ονείρων κοινοκτημοσύνη», Νεφέλη 2002

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Γιώργος Κασαπίδης, "Αντισταθείτε"




Αντισταθείτε (Η ΝΕΑ ΔΙΑΘΗΚΗ 2014 μ.Χ)*

                                                Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν


Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που αγόρασε εξοχικό και τζιπ με δανεικά
κι αμέριμνος ακόμη απολαμβάνει τη γαλήνη του τοπίου
Αντισταθείτε σ’ αυτόν που γύρισε απ’ το καφενείο το βράδυ
και λέει: καλά τη βγάλαμε κι απόψε, αύριο έχει ο Θεός.
Αντισταθείτε
στον στριμμένο κύριο της πολυκατοικίας
στα έξυπνα tablet και τα εκατονταπύρηνα κινητά
στις εταιρίες offshore
στην απαρχαιωμένη κρατική εκ-παίδευση
στα χαράτσια
σε μένα ακόμη που με κεφάλι φαλακρό
τολμώ να αντιγράφω Κατσαρό.

Αντισταθείτε
σ’ αυτούς που χαιρετούν φασιστικά με υψωμένο το δεξί τους χέρι
στους αρχηγούς, όσους ακολουθούν ιεραρχικά και τα τσιράκια τους
σ’ αυτούς που δίχως αιδώ αυτοαποκαλούνται σωτήρες
στους θρασείς εθνοπατέρες και τους χειροκροτητές τους
στη γυναικούλα που υψώνει στο μπαλκόνι της σημαία
επιδεικνύοντας φρόνημα πατριωτικόν μονάχα
απέναντι στις γάτες και στο μισητό της γείτονα
σε μένα ακόμη που με ύφος δήθεν σοβαρό
τολμώ να αντιγράφω Κατσαρό.

Αντισταθείτε
σε όσους ασελγούν πάνω στη γλώσσα
με ξύλινο ή επιτηδευμένα φιλοσοφημένο λόγο
στους καρεκλοκένταυρους προέδρους , επικεφαλής, αδερφοτήτων
φιλοπτώχων, σωματείων, συλλόγων, οργανώσεων…
στα επιδοτούμενα συνέδρια που φλυαρούν ημέτεροι επιλεγμένοι
τρώγοντας στα διαλείμματα πριν και μετά το υστέρημα
των άλλων των πολλών των άγρια φορολογουμένων πολιτών

Αντισταθείτε στη βία κάθε εξουσίας
στο ρατσισμό και την ξενοφοβία
στη βία των απανταχού αδυνάτων
στους ποιητές που γράφουν αισθηματικά στην πολυθρόνα
στίχους γλυκείς και εύπεπτους για το ευρύ απαίδευτο κοινό
σ’ αυτούς που παραμένουν θεατές παθητικοί
σ’ όλες τις θλιβερές οθόνες όπου ερίζουν υποκριτικά
ξεπουλημένοι υποτακτικοί των υποτακτικών για το …κοινό καλό.




Αντισταθείτε
στην ανεργία, στην αναξιοκρατία
στις αλυσίδες των ‘‘ονειρεμένων’’ αγορών, στην απληστία
στους τοκογλύφους στους καταχραστές στους μιζαδόρους
στους επιτρόπους και στους τραπεζίτες
στα φοβερά ντόπια και διεθνή χρηματιστήρια
στα νέα ανήθικα ενεχυροδανειστήρια
στις αυταπάτες

Αντισταθείτε
στην προπαγάνδα, στους φανατισμένους, στην κατήχηση
στ’ ανόητα από άμβωνος και βήματος παντός κηρύγματα
στους παντογνώστες, στους πειθήνιους, στους ανέραστους
στους κυριλέ και τους γραβατωμένους
σ’ αυτούς που γλείφουν όπου φτύνανε άλλοτε
σ’ αυτούς που δεν αναλαμβάνουνε ποτέ καμιά ευθύνη
στους αμέτοχους
στους δήθεν φίλους σας που σας θυμούνται
μονάχα όταν θέλουν κάτι για την πάρτη τους
σε μένα ακόμα που συμβιβασμένος επιμένω
μ’ όλο το σέβας ν’ αντιγράφω Κατσαρό
     αντισταθείτε.

Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε απέναντι
να δούμε πόσος δρόμος χάθηκε και να τραβήξουμε μπροστά.


                                                                      Απρίλιος - Μάιος 2014
                                                                        Γιώργος Κασαπίδης



* Μεταγραφή στην εποχή μας του ποιήματος "Αντισταθείτε", του Μιχάλη Κατσαρού.
Στην εικόνα: Αντιδικτατορική αφίσα της Διεθνούς Ένωσης Σπουδαστών, την εποχή της χούντας (συλλογή Γιάννη Γιανουλόπουλου - αρχείο Εμιάν).

Τετάρτη 21 Μαΐου 2014

Χρίστος Ρουμελιωτάκης, "Ξένος ειμί και άλλα ποιήματα"

         


ΞΕΝΟΣ ΕΙΜΙ

                                                 Στον Τάσο Καπερνάρο

Ξένος ειμί και μισθοφόρος –
κάθε φορά που στη στροφή βλέπω τη θάλασσα
το νιώθω.

Όλη τη μέρα πολεμώ σε ξένο τόπο
τα βράδια, κάτω από το λύχνο,
καθώς με πιάνει η νοσταλγία της πατρίδας
συγγράφω την ανάβασή μου.

Ξένος ειμί και μισθοφόρος –
αν τη διαβάσετε να είστε επιεικείς,
στην εποχή μου
δεν υπήρχε άλλος τρόπος να πεθαίνεις.





ΜΟΝΟ Ο ΟΡΕΣΤΗΣ

                                                       Στην Ειρήνη Δάγλα


Το βλέπω τώρα
πάλι και πάλι που αναδιφώ το ίδιο μυθιστόρημα,
τα πρόσωπα αλλάζουν θέσεις συνεχώς,
έρχονται, φεύγουν, επιστρέφουν,
αποσύρονται –
μόνο ο Ορέστης μένει αμετακίνητος
σε χτυπημένα υπόγεια και συνελεύσεις
χωρίς νερό, χωρίς ψωμί,
χωρίς μαχαίρι,
όποια σελίδα της ζωής μου κι αν γυρίσω.


                                                                             Άνδρος 6.VIII.01





ΤΟ ΣΚΥΛΙ


Μου λεν να πάρω ένα σκυλί –
καλό σκυλί και φύλακας.
Τώρα τι να το πάρεις το σκυλί,
αφού το ξέρεις,
θ’ αρχίσει πάλι ν’ αλυχτάει όλη τη νύχτα
και θα ’ρχονται οι χωροφύλακες χαράματα
να παίρνουν τον πατέρα σου.





ΣΑΡΛΟΤ ΚΟΡΝΤΑΙ

                                               Στην ΄Ελσα Λιαροπούλου


Και τη Σαρλότ Κορνταί βοήθησε
να καταλάβει επιτέλους,
πως δεν μπορεί να αναβάλλει επ’ αόριστον
αναζητώντας το κατάλληλο μαχαίρι∙
έτσι κι αλλιώς όποιο μαχαίρι κι αν διαλέξει
το κάρο έχει αρχίσει να κυλάει
και στα ωραία της μαλλιά στριφογυρίζουνε
προπαροξύτονοι της μοίρας οι ανέμοι.




Η ΑΧΙΒΑΔΑ


Προχθές
τραβώντας το κρεβάτι
βρήκα το χτενάκι σου,
σαν αχιβάδα,
που τραβήχτηκε η θάλασσα
κι έμεινε στη στεριά.
Και σκέφτομαι
αχ, έτσι γίνεται, Θεέ μου, πάντοτε,
η πιο μεγάλη θάλασσα
να καταλήγει σ’ ένα ποίημα γλυφό.





Από τη συλλογή «Ξένος ειμί και άλλα ποιήματα», εκδ. Τυπωθήτω - λάλον ύδωρ,
(β΄ ανατύπωση Φεβρουάριος 2009).