Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

Μαρία Κουγιουμτζή, "Το βάζο"


(Photo Nelly's)


ΤΟ ΒΑΖΟ

Η Νίκη κάλεσε τις φίλες της και έδειξε το βάζο. Το είχε φέρει απ’ τη Σαμίρα, ένα ορεινό χωριό στη Σέλμα, διάσημο για τους κέδρους και τα μοναδικά του κρύσταλλα. Υπήρχε ένα μοναστήρι εκεί, και οι νεαροί καλόγεροι με τις οδηγίες του γέροντά τους, επεξεργάζονταν την ύαλο. Χρειαζόσουν μια περιουσία για να τ’ αποκτήσεις.
Εκείνες το κοίταζαν σαστισμένες. Τέτοια διαφάνεια δεν είχαν ξαναδεί. Τις πλευρές του διέτρεχαν χρυσές κορδέλες, κι ανάμεσά τους χορεύτριες με υψωμένα χέρια. Το χείλος του σαν αστραπή διέσχιζε ένα γαλανό τοπάζι, και στον πυθμένα του ένα λευκό πουλί άνοιγε κι έκλεινε με χάρη τα φτερά του. Το μπιζουτάρισμά του τόσο διάφανο που πιο πολύ το αισθανόσουν παρά το ’βλεπες. Όταν κουνούσες λίγο το κεφάλι οι κορδέλες τύλιγαν τις χορεύτριες κι αυτές λικνίζονταν και το πουλί πετούσε. Και όσο το κοίταζες σιγουρευόσουν πως και το ίδιο το βάζο πάλλονταν.
Η Νίκη καμαρώνοντας έσυρε απαλά το δάχτυλο στο χείλος του κι εκείνο ανάσανε τη μουσική του. Κάτι ανάλαφρα δροσερό και μαζί ζεστό τους φύσηξε. Οι φίλες ακούγοντας ένιωθαν να αιωρούνται. Άπλωνε η μουσική κλίμακες από φίλντισι κι αυτές τις ανέβαιναν μ’ άηχα βήματα. Ακόμα κι όταν το δάχτυλο σταμάτησε, εκείνο δονούμενο αντηχούσε. Ανοίγανε οι πόρτες της ψυχής, χτυπιόταν από φθόγγους πράσινους. Ανασαιμιά κρασιού, ατμοί από κόκκινο σταφύλι τους τύλιγε, μεθούσανε χωρίς να πιούν. Σα να ’τανε η ύπαρξή τους ένα πλήκτρο κι ένα αόρατο δάχτυλο ευτυχίας το χτυπούσε.
Η Ξένια τόσο ξεπνοήστηκε από τη μουσική που έπιασε την καρδιά της. Σειρήνες κατοικούν αυτό το βάζο είπε. Πρέπει να ’ναι μικρούλες, ολόξανθες, να κελαρύζουνε τα θαλασσιά τους γέλια. Κι αυτοί που φτιάχνανε το κρύσταλλο απ’ την άμμο, πρέπει να τις ακούγαν, να ήταν νέοι κι ας τους καθοδηγούσε ο γέρο χρόνος. Δεν έφτανε η πείρα, έπρεπε να ξεμυαλιστούν, να ιδρώσουν όχι μόνο από τη φωτιά που έλειωναν το αμάλγαμα, μα κι από έρωτα για το υλικό που πλάθαν. Τα δάχτυλά τους να ’ναι λεπτά κι αδούλευτα να μεταδίδει το πυρίτιο στο δέρμα τους όλη τη φαντασία της θάλασσας. Και να ’πιναν κρασί πιο διάφανο από το νερό, κρασί από τα φύκια, για να ’ναι η πνοή τους αλμυρή και μες τις φλέβες τους να τρέχουνε ποτάμια, να χύνονται πάνω στο κρύσταλλο να το δροσίζουν, να χαράζουνε οι ανάσες τους πάνω του τα σχέδια τους. Καθώς φυσούσανε την ύλη για να πάρει σχήμα, να αισθάνονταν τον έρωτα για την μορφή, όπως προβάλλονταν στην κυανή ομίχλη, κι όλα όσα το υλικό αφουγκράστηκε στης θάλασσας το χρόνο, ν’ αφήνουν το αποτύπωμά τους. Το υαλουργείο πρέπει να ’ναι ναός κι αυτοί οι ιερείς του. Παρθένοι για να ’χει το βλέμμα τους τη φαντασία του ανέγγιχτου, να νιώθουν πως το ανύπαρκτο υπάρχει. Στα χείλη τους να κάθεται το φίλημα του ασύλληπτου.
Κι ενώ αισθάνονταν αυτά τόσο ανάερα, κάτι σκληρό την άγγιξε με δύναμη. Κάτι σαν ψύχος στέρησης. Σαν εγκατάλειψη, παραδοχή σε έρημο τόπο. Τίναξε το κεφάλι της και τα ’διωξε, αρπάχτηκε απ’ τα δαντελένια όνειρα για να σωθεί.
Η ντροπαλή Ειρήνη ορκίζονταν πως είδε τη σειρήνα, τραγουδούσαν οι χρυσές κουρτίνες των μαλλιών της. Άλλη άκουσε σπαθιά, όχι να μάχονται μα να φιλιούνται, κι η πιο μικρή είδε μια ολόκληρη ορχήστρα με τους μουσικούς και τα όργανά τους. Δες αυτή την κορνέτα από μάλαμα είπε, τα οπάλινα πλήκτρα αυτού του κόκκινου πιάνου.
Τρελάθηκε η Ξένια. Άλλο έχει, έστω παρόμοιο; Κούνησε αρνητικά το κεφάλι η Νίκη.
Το πουλάς ρώτησε τρέμοντας στη σκέψη της ηδονής να το κατέχει.
Είσαι τρελή και το ζητάς, είναι μοναδικό, χρόνια αγωνίστηκα για να το αποκτήσω, παράγγειλα ήδη ένα εδώλιο διάφανο, για να το προφυλάξω.
Να το αγγίξω είπε η Ξένια, ίσως με το δικό μου δάχτυλο να παίξει μιαν άλλη μουσική.
Δίστασε η Νίκη κι ύστερα, με προσοχή είπε, σάλιωσε το δάχτυλό σου να γλιστράει.
Η Ξένια το πλησίασε με τέτοιο θάμπος μες τα μάτια, σα να πλησίαζε εραστή κι είχε ένα τρέμουλο, ένα ρίγος το δέρμα των χεριών της. Ακούμπησε τα δάχτυλά της φίλημα, τα έσυρε αργά με διακοπές κι η μουσική τη μάγεψε με την πνοή της. Και πάλι εμφανίστηκε η σειρήνα, είχε την κόμη ολόχρυση, τα μάτια θάλασσα, την άγγιξε στην καρδιά, στο μέτωπο και ένα φίλημα της άφησε στ’ αυτί.
Θέλεις η ταραχή, θέλεις το θέλω της, έσπρωξε ανάλαφρα το βάζο και κείνο θρυμματίστηκε στο πάτωμα. Ακούστηκαν λυγμοί πριν ξεψυχήσει.


Μαρία Κουγιουμτζή


Από τη συλλογή διηγημάτων «Άγριο βελούδο», εκδ. Καστανιώτη, 2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου