Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Μιχάλης Κατσαρός, "Κατά Σαδδουκαίων"





ΚΑΤΑ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΩΝ


Πλήθος Σαδδουκαίων
Ρωμαίων υπαλλήλων
μάντεις και αστρονόμοι
(κάποιος Βαλβίλος εξ Εφέσου)
περιστοιχίζουν τον Αυτοκράτορα.

Κραυγές απ’ τον προνάρθηκα του Ναού.
Απ’ τη φατρία των Εβιονιτών κραυγές:
Ο ψευδο - Μάρκελος να παριστάνει το Χριστό.
Διδάσκετε την επανάστασιν κατά του πρίγκηπος
Οι Χριστιανοί νάχουνε δούλους Χριστιανούς.
Η αριστοκρατία του Ναού να εκλείψει.
Εγώ απέναντί σας ένας μάρτυρας
η θέλησή μου που καταπατήθηκε
                                 τόσους αιώνες.

Τους ύπατους εγώ ανάδειξα στις συνελεύσεις
κι αυτοί κληρονομήσανε τα δικαιώματα
φορέσαν πορφυρούν ατίθασον ένδυμα
σανδάλια μεταξωτά ή πανοπλία
εξακοντίζουν τα βέλη τους εναντίον μου ­
η θέλησή μου που καταπατήθηκε
                                 τόσους αιώνες.

Τους άλλους απ’ την πέτρα και το τείχος μου
καθώς νερό πηγής τους είχα φέρει
η θρησκεία τους μυστηριώδης δεισιδαιμονία
τ’ άλογά τους απ’ τον κάμπο μου∙
δεν μου επέτρεψαν να δω τον Αυτοκράτορα
τους ύπατους δεν άφιναν να πλησιάσω
σε μυστικά συμπόσια και ένδοξα
τη θέλησή μου την καταπατήσανε
                                 τόσους αιώνες.

Τώρα κ’ εγώ υποψιάζομαι
όλο το πλήθος των αυλοκολάκων
όλους τους ταπεινούς γραμματικούς
τους βραβευμένους με χρυσά παράσημα
         λεγεωνάριους και στρατηλάτες
υποψιάζομαι τις αυλητρίδες τη γιορτή
όλους τους λόγους και προπόσεις
αυτούς που παριστάνουνε τους εθνικούς
τον πορφυρούν χιτώνα του πρίγκηπος
τους συμβουλάτορες και τους αιρετικούς
υποψιάζομαι συνωμοσία
νύκτα θα ρεύσει πολύ αίμα
νύχτα θα εγκαταστήσουν τη βασιλεία τους
νέοι πρίγκηπες με νέους στεφάνους
οι πονηροί ρωμαίοι υπάλληλοι του
         αυτοκράτορος
τοιμάζουνε κρυφά να παραδώσουν
να παραδώσουν τα κλειδιά και την
         υπόκλισή τους.

Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι
η θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στο πλήθος
μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου
για την καινούρια μακρινή μου ανάσταση
         μαζεύω.





ΘΑ ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΩ


Θα σας περιμένω μέχρι τα φοβερά μεσάνυχτα
         αδιάφορος­
Δεν έχω πια τι άλλο να πιστοποιήσω.
Οι φύλακες κακεντρεχείς παραμονεύουν
         το τέλος μου
ανάμεσα σε θρυμματισμένα πουκάμισα και
         λεγεώνες.
Θα περιμένω τη νύχτα σας αδιάφορος
χαμογελώντας με ψυχρότητα για τις ένδοξες μέρες.
Πίσω από το χάρτινο κήπο σας
πίσω από το χάρτινο πρόσωπό σας
εγώ θα ξαφνιάζω τα πλήθη
ο άνεμος δικός μου
μάταιοι θόρυβοι και τυμπανοκρουσίες επίσημες
         μάταιοι λόγοι.

Μην αμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Το μέλλον μας θα έχει πολύ ξηρασία.





Από τη συλλογή «Κατά Σαδδουκαίων», εκδ. ΚΕΙΜΕΝΑ, 1973 (γ΄ έκδοση)
(Σημείωση: Η εικόνα εξωφύλλου της ανάρτησης είναι από μεταγενέστερη έκδοση).

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Βασίλης Δασκαλάκης, "Οδός Γερανίου"


   


ΟΔΟΣ ΓΕΡΑΝΙΟΥ

οδός θλιμμένων Ελλήνων
οδός θαμμένων απέλπιδων
πάροδος Αθηνάς και φόβου
ομοούσιος και αδιαίρετος τρόμος
φτηνό ξενοδοχείο
ξεροκόμματο μεροκάματο
νεκρή ξέρα ψαριών
χαμένων ωαρίων
νεκροζώντανων σπερματοζωαρίων
ανύποπτων κυρίων
ευυπόληπτων κυριών
και ευπώλητων βιβλίων
στο βάθος των μικρών ήλιων




Το ποίημα «Οδός Γερανίου» δημοσιεύεται για πρώτη φορά
(Στην εικόνα: Η προμετωπίδα της συλλογής «Τραβέρσο» του Νίκου Καββαδία
φιλοτεχνημένη από τον Γιάννη Μόραλη)

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Σπύρος Φ. Γαλήνης, "Δύο ποιήματα"




1/7

Αυτά κι αλλά ειπώθηκαν για σένα ανυποψίαστε
Μεταξύ άλλων ότι η επανάληψη δεν είναι μήτηρ μαθήσεως
Πως μια μέρα σε είδα πάλι να φτύνεις τον εαυτό σου
Πίσω από το κίνητρο των βημάτων σου
Διέκρινα μια κρυμμένη τακουνάτη αλεπού
Ο ίσκιος σου μουρτζούφλης σ’ έπαιζε κρυφτούλι
Και δεν σ’ ένοιαζε η πονηριά και των τριών.





1/10

Το μυστικό της ύπαρξης
Το είδα κατάματα στη άσφαλτο
Να σφαδάζει ανελέητα
Η νταλίκα έφευγε με χίλια
Κανενός ο ίδρος δεν έσταζε
Ει εσύ ρε μικρούλη θεέ
Δωσ’ του λίγη ώρα ακόμη
Να αποτινάξει από πάνω του
Τη χλιδή της παραφροσύνης
Την απληστία της αλαζονείας
Ει εσύ ρε μεγάλε θεέ
Κρύψε τη σκηνή του φόνου
Μέχρι να αποκρυσταλλωθεί
Ο στόχος και γίνει ορατός
Για πάντα ως αποτυχία.





Τα ποιήματα του Σπύρου Φ. Γαλήνη δημοσιεύονται πρώτη φορά.

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, "Φορτίο"




Επαρχιακή ζωή

Μπορώ να τον εξαπατήσω αυτόν, συλλογίστηκε.
Είναι καινούργιος στα μέρη μας.
Κρύβεται από τους ανθρώπους.

Αλλά του γύρισε ο καθρέφτης ένα πρόσωπο
Ντόπιο, με γένια άγρια, πρησμένα μάτια.
Δεν ήταν μέσα ’κει χωροφυλάκοι.
Είχαν ξεμείνει στον καφενέ.
Για έναν σαν κι αυτόν δεν θ’ άφηναν
Χωρίς κρασί την κρύα νύχτα.

Λοιπόν, περίμενε στο πατρικό του σπίτι
Μονάχα τη φωτιά εξαπατώντας
Ως το πρωί.
Κάνα δυο ξύλα και της έδινε ζωή.
Και τη ζωή του, που ποτέ δεν ήρθε,
Λησμονούσε.
Κι άκουγε που γαβγίζανε δεμένα
Των μεθυσμένων τα σκυλιά.



Πρόσφυγες

Δες πώς συσσωρεύεται η κτίση
Κάτω απ’ το βλέμμα του ανθρώπου.
Τι απομένει... Έν’ απέραντο σεντόνι.
Τις άκρες του θα σηκώσει μονάχος.
Τον μπόγο θα φτιάξει της κατοικημένης γης,
Ακόμη και της στέπας και της θάλασσας,
Στον ώμο του θα τον φορτώσει
Και θα φύγει.



Από τη συλλογή «Φορτίο», εκδ. Καστανιώτη 1997

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Γιάννης Ρίτσος, "Υπερώον"




ΜΥΣΤΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ


Ιδιοκτήτες της νύχτας –
άστεγα άστρα,
δυο δίφραγκα στην τσέπη μας,
το σφύριγμα του τραίνου
κάτω απ’ το πουκάμισό μας
κατάσαρκα.
Μοναχική ευτυχία,
κι ένα ποτήρι νερό
λάμποντας
μέσα στο κλειδωμένο σπίτι.


                                     Αθήνα, 2.ΙΙΙ.85





ΣΤΟ ΥΠΕΡΩΟΝ


Μετά την παράσταση
έμεινε κρυφά στο υπερώον
στα σκοτεινά.
Η αυλαία ολάνοιχτη.
Εργάτες επί σκηνής,
φροντιστές, ηλεκτρολόγοι
ξεστήνουνε τα σκηνικά,
μετέφεραν στο υπόγειο
ένα μεγάλο γυάλινο φεγγάρι,
σβήσαν τα φώτα,
έφυγαν,
κλείδωσαν τις πόρτες.
Σειρά σου τώρα,
χωρίς φώτα,
χωρίς σκηνικά και θεατές,
να παίξεις εαυτόν.


                                     Αθήνα, 4.ΙΙΙ.85





ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ


Μιλούσε για μυστικές αρτηρίες,
για σιωπηλά εφόδια,
για κείνο το ανάλαφρο βάρος στις πλάτες
όταν η Μαρία λύνει την ποδιά της και κοιτάει απ’ το παράθυρο,
όταν δυο νέοι εμπορεύονται στο πεζοδρόμιο
λαθραία υφάσματα,
όταν ο Λαοδίκης στον εξώστη, με ριγέ πιτζάμες,
κλείνει τα μάτια του στο μέγα φως,
κι η θάλασσα μάς πλησιάζει
όλους ανεξαιρέτως
διδακτική, αμερόληπτη, αμνησίκακη.


                                     Αθήνα, 13.ΙΙΙ.85





ΑΠ’ ΤΑ ΜΕΤΟΠΙΣΘΕΝ


Ωραίοι καβαλάρηδες
πέρασαν με τα κόκκινα άλογά τους,
ο πιο ωραίος μ’ ένα μαύρο,
ο ακόμη πιο ωραίος μ’ ένα λευκό.
Κορίτσια στα μπαλκόνια
τους πέταξαν λουλούδια.
Ωραίες γυναίκες ξεπλέξαν τα μαλλιά τους.
Μέσα στα σπίτια λάμψαν οι καθρέφτες.
Οι οπλές των αλόγων δοξάσαν τον ανήφορο.
Η σκόνη στο βάθος του ηλιογέρματος
έπλασε έναν Άγγελο. Εγώ, απαρατήρητος,
μάδησα ένα φτερό του Αγγέλου
και σας γράφω χαρούμενος τη λύπη μου.


                                     Αθήνα, 14.ΙΙΙ.85





ΔΗΜΟΣΙΟ ΠΑΡΚΟ


Στη μικρή λίμνη τα χρυσόψαρα κι ένας κύκνος.
Στο παγκάκι η Περσεφόνη σταυροπόδι. Τα γόνατά της
λάμπουν ωραία. Όμως, προπάντων,
αυτός ο κύκνος ακριβώς ήταν το επιχείρημά σου
να συνεχίσεις να γράφεις μετά θάνατον.


                                     Αθήνα, 19.ΙΙΙ.85





Από τη συλλογή «Υπερώον», εκδ. Κέδρος, 2013.

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Το λογοτεχνικό περιοδικό "θράκα" στη Βέροια




ο Ποιητικός Πυρήνας

σας προσκαλεί
στην παρουσίαση του πρώτου τεύχους
του λογοτεχνικού περιοδικού

θράκα

το Σάββατο 25 Ιανουαρίου και ώρα 19:00

στον όροφο του cafe McOza
(Μητροπόλεως 40 Βέροια)
 στα πλαίσια των εκδηλώσεων
για τα 10 χρόνια λειτουργίας του


Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

Παύλος Παρασκευαΐδης, "Τρία κέρινα ποιήματα"




Η κούκλα

       στη Νούλη

Περπατάει στα παιδικά της χρόνια με μια ιδιαίτερη προσοχή μην πεταχτεί ξαφνικά κάποια ξεχασμένη κούκλα από εκείνες τις φίλες της που τα λέγανε όταν ένιωθε πως το μοναδικό πλάσμα που την καταλάβαινε ήταν εκείνη η κούκλα που την τοποθέτησε επιδεικτικά στο σαλόνι δίπλα στο πορτραίτο των παιδιών της ώστε πού και πού καμιά φορά όταν μένει μόνη στο σπίτι να της εκμυστηρεύεται τα όσα την σιγοκαίνε και καψαλίζουν λίγο λίγο το αθώο κουκλόσπιτο που στέκεται ακόμη όρθιο στις απάτητες πλαγιές μιας παιδικής ανάμνησης


Χίος Ιούνιος 2010



Ο δρόμος με τις λεύκες στην Αρκαδία, 43 x 34, λάδι σε μουσαμά

Μια μέρα ήρθε η ώρα εκείνη και περπατούσε στο δρόμο με τις λεύκες έτσι ακριβώς όπως τον είχε ζωγραφίσει. Κι ο δρόμος στένευε ώσπου έφτασε στο βάθος του ορίζοντα όπου δεν χωρούσε να περάσει ανάμεσα στα δέντρα. Έπιασε βιαστικά ένα πινέλο ν’ ανοίξει το δρόμο διότι στο σημείο που είχε φτάσει ασφυκτιούσε. Έκτοτε αγνοείται η τύχη του καθώς η επίσημη ανακοίνωση της αστυνομίας έκανε λόγο για εξαφάνιση. Παρότι τον ψάχνουν οι δικοί του εδώ και μήνες τους βάζει σε σκέψεις το γεγονός πως δεν άφησε πίσω του ούτε ένα σημείωμα παρά μονάχα έναν μισοτελειωμένο πίνακα. Το μόνο που κατάφεραν να μάθουν είναι πως κατά καιρούς διάφοροι περαστικοί έχουν αντικρίσει μια σκυφτή τραγική φιγούρα να περπατάει σ’ εκείνον το δρόμο με τις λεύκες στην Αρκαδία.



Λεωφορείον ο Πόθος

       στη Σοφία

Όπως κατεβαίνεις το δρόμο θα στρίψεις αριστερά. Στα διακόσια μέτρα είναι η στάση Έρωτας. Θα πάρεις το Λεωφορείο ο Πόθος. Αφού κόψεις εισιτήριο θα παρατηρήσεις τις διάφορες εκδοχές του εαυτού μου να θέλουν να σε αγγίξουν. Μην τρομάξεις. Είναι στη φύση της αγάπης μου να σε περιεργάζομαι σαν ένα έργο τέχνης. Μόλις οι πολλοί γίνουν ένας θα κρυφτείς κάτω απ’ την καμπαρντίνα μου. Από κει και πέρα θα αποφασίσει η μοίρα πού θα μας κατεβάσει.


Βέροια Μάρτιος 2012



Προδημοσίευση από την ποιητική συλλογή «Μουσείο κέρινων ποιημάτων», που αναμένεται να κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Ενδυμίων

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Θανάσης Μαρκόπουλος, "Τέλος εποχής"



ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Γιώργος Ν. Σιώμος
Ο κορυδαλλός
Διηγήματα, «Αλεξάνδρεια», Αθήνα 2012, σελ. 160


ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ

Ο Γιώργος Σιώμος γεννήθηκε το 1949 στη Λόχμη Γρεβενών και σπούδασε στην Ανωτέρα Σχολή Υπομηχανικών Θεσσαλονίκης (1967-1971). Εργάστηκε στη ΔΕΗ για τριάντα δύο χρόνια, ενώ από το 1992 ζει στη Βέροια. Ο κορυδαλλός είναι η πρώτη του έκδοση, η οποία έρχεται μάλλον αργά, όσο κι αν οι πεζογράφοι εμφανίζονται συνήθως σε μεγάλη ηλικία.
Η συλλογή, η οποία στον πρόλογό της οριοθετεί το χωροχρονικό πλαίσιο των κειμένων (επαρχία Γρεβενών, 1950-1967), περιλαμβάνει 21 διηγήματα, από τα οποία τα 18 κινούνται εντός του δηλωμένου πλαισίου και τα τρία εκτός. Με άλλους όρους, στα 18 διηγήματα ο ήρωας αφηγητής είναι ανήλικος, παιδί ή έφηβος, ενώ στα υπόλοιπα ώριμος άντρας. Ας δούμε όμως σύντομα τα χαρακτηριστικά του κόσμου που αναπαρίσταται.
Οι βασικές ασχολίες των κατοίκων στην περιοχή Γρεβενών τις δύο πρώτες δεκαετίες μετά τον πόλεμο είναι αγροτικές και κτηνοτροφικές. Οι δουλειές των αντρών στα κτήματα και τα γιδοπρόβατα είναι σκληρές, χειρωνακτικές, η θέση της γυναίκας υποβαθμισμένη, οι προκαταλήψεις και αναστολές πλήθος, η σχέση των ανθρώπων με τα ζώα στενή, αν και δεν σπανίζουν οι βάναυσες συμπεριφορές. Είναι ένας κόσμος της φτώχειας και της ανάγκης, συμφιλιωμένος με τη φύση και το θάνατο. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον τα παιδιά ζουν κάτω από τη σκιά των μεγάλων και είναι φυσικό να μιμούνται τόσο τη σκέψη όσο και τη δράση τους. Βόσκουν αρνιά και κατσίκια, τρέχουν στα χωράφια, πηγαίνουν στο σχολείο, κάνουν πλάκες, ερωτεύονται, ελεύθερα μέχρι ασυδοσίας. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση των μικρών μαθητών, οι οποίοι στέλνονται από το δάσκαλο στην κατασκήνωση, όπου είναι υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν ένα πρόγραμμα κι εκείνοι άλλο δεν έχουν στο νου τους παρά πώς θα δραπετεύσουν, μια και, καθώς πολύ σωστά λέει ένας ήρωας, «Ήμασταν ανθρώπ’ κι εγινάμι πρόβατα. Αυτά που έκαμνάμι ιμείς στ’αρνιά τα κάν’ αυτοί σι μας»(σ.54). Αλλά κι όταν πηγαίνουν στο γυμνάσιο, η κατάσταση δεν είναι καλύτερη: αλλαγές σπιτιών, πείνα, κρύο, δυσκολίες στη μάθηση. Παράλληλα η εφηβεία ξυπνάει εντονότερα τη λίμπιντο και δυσχεραίνει τη θέση τους ακόμα περισσότερο. Όλα αυτά θα τελειώσουν με τον ερχομό των γεωργικών μηχανημάτων και την ενηλικίωση του ήρωα αφηγητή, με το πέρασμα εντέλει σε μια άλλη, βιομηχανική και καταναλωτική πια, εποχή.

Η αφήγηση είναι ρεαλιστική και κατά βάση ευθύγραμμη. Αυτό καταρχήν σημαίνει πως αναπαριστά περιστατικά αληθινά ή, έστω, αληθοφανή και μάλιστα στη φυσική τους τάξη, παρόλο που δεν λείπουν και τα πισωγυρίσματα.
Εντελώς εξαιρετική είναι η περίπτωση του ακροτελεύτιου διηγήματος με τον άνευ νοήματος τίτλο «Ιλιμπούμνιε», όπου όλα κινούνται μέσα στη ρευστότητα και την αυθαιρεσία του ονείρου.
Ορισμένες φορές τα διηγήματα εισάγονται με μια παρατήρηση γενικότερου χαρακτήρα, η οποία ακολούθως στοιχειοθετείται με συγκεκριμένα συμβάντα. Ακόμα, η αφήγηση διανθίζεται με χιούμορ και θυμόσοφες ρήσεις αλλά και στίχους, κυρίως τραγουδιών, ενώ αξιοποιεί και το διάλογο, ο οποίος όμως διεξάγεται στο τοπικό ιδίωμα, παρότι η ίδια ακολουθεί την κοινή νεοελληνική.
Αυτές τις αφηγηματικές τεχνικές βέβαια επιβάλλει το ίδιο το δραματικό υλικό, το οποίο όμως, όντας ηθογραφικό, διατρέχει τον κίνδυνο να εκτεθεί γραφικά, καθώς η ισχυρή νοσταλγία τείνει να το εξωραΐζει και να το καθηλώνει στο παρελθόν, κίνδυνο που δεν αποφεύγεται πάντοτε.
Ο ήρωας αφηγητής πάλι προτιμά να μιλάει σε πρώτο πρόσωπο κι από διήγημα σε διήγημα φαίνεται να είναι ο ίδιος. Η αναγνωστική εντύπωση είναι προφανής. Τα χαρακτηριστικά του αφηγητή, σε συνδυασμό με τους χώρους, τους χρόνους και τους επανερχόμενους ήρωες, δείχνουν πως πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, το οποίο αφηγείται γεγονότα που έζησε και σημάδεψαν τη μνήμη και τον ψυχισμό του.
Στις διηγήσεις αυτού του είδους, τις αυτοβιογραφικές, ο αφηγητής, ως γνωστόν, είναι διφυής, καθώς ζει την ιστορία σαν παιδί, αλλά τη διηγείται ως ενήλικας. Η διττή υπόσταση διαφαίνεται στην οπτική του, η οποία άλλοτε διακρίνεται για την αθωότητα και την αγνότητά της κι άλλοτε για την εμπειρία και τη σοφία της.
Η αλήθεια βέβαια είναι πως όλα τα περιστατικά δεν έχουν το ίδιο ενδιαφέρον ή δεν καταφέρνει πάντα η αφήγηση να τους προσδώσει ενδιαφέρον. Στις καλύτερες περιπτώσεις όμως, όταν από το συμβάν αντλείται η μονιμότερη αλήθεια και ο αφηγητής βλέπει πιο πολύ εντός παρά εκτός, τα κείμενα βρίσκουν το δρόμο τους, όπως συμβαίνει λ.χ. στα διηγήματα «Κρέμασμα στην κληματαριά», «Ο Μούλης», «Η κατασκήνωση», «Ερωτικό», «Ο τρόπος του πατέρα», «Ο υποψήφιος», «Η ερημία». Το τελευταίο είναι, νομίζω, ένα από τα καλύτερα διηγήματα της συλλογής και συνιστά ρέκβιεμ μιας ολόκληρης εποχής κι ένα προσκλητήριο νεκρών. Αστός και ενήλικας πια ο αφηγητής, κάθε που επιστρέφει στο χωριό, περνάει από το νεκροταφείο κι ανάβει τα καντήλια των γονιών και των άλλων γνωστών του, ενώ ταυτόχρονα αναθυμάται στιγμές από τη ζωή τους. Στο τέλος φτάνει στο πατρικό του, όπου η ερημιά είναι τόσο εκκωφαντική, ώστε νιώθει την ανάγκη να τηλεφωνήσει στη γυναίκα του, μόνο και μόνο για να ακούσει φωνή όχι ανθρώπου αλλά τη δική του φωνή.
Τέλος ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το μοτίβο του κορυδαλλού, δεδομένου ότι επιγράφει και τη συλλογή. Ο κορυδαλλός είναι το πιο χαρούμενο πουλί από όλα όσα φτερουγίζουν στις ιστορίες του Σιώμου, γι’ αυτό προφανώς και ονοματίζει το βιβλίο. Το πουλί αυτό, που άλλωστε υμνήθηκε ιδιαίτερα στην ποίηση, είναι για τον ήρωα αφηγητή σύμβολο ευφορίας κι ανάτασης και ειδικότερα σύμβολο του έρωτα και της ελευθερίας. Όταν ο αφηγητής, ύπτιος στα χόρτα, ονειρεύεται την αυριανή ζωή του με τη μικρή Αντιγόνη, ένας κορυδαλλός πετάει ψηλά και κελαηδάει χαρούμενα, ενώ κάποια στιγμή γίνονται και οι δύο κορυδαλλοί («Ο κορυδαλλός»).
Όταν πάλι, μαθητής γυμνασίου, ερωτεύεται μια μαθήτρια, ένας κορυδαλλός «φτεροκοπάει στο στήθος του», ενώ, όταν εκτίθεται το αίσθημά του, ο ίδιος κορυδαλλός μαραζώνει και σωπαίνει για πάντα («Ερωτικό», σσ. 93,96). Κι όταν τέλος ο αφηγητής επιστρατεύεται αίφνης το 1974, ενώ κουβαλάει σακιά του θερισμού, δραπετεύει από τη σκλαβιά του, «όπως ο κορυδαλλός όταν ψηλά πετά» («Ο έγκλειστος», σ.139). Ευλόγως λοιπόν το πετούμενο αυτό ανεβαίνει στον τίτλο, αναδεικνύοντας τις ευτυχείς στιγμές τόσο του έρωτα όσο και της λύτρωσης από την ανάγκη.

Θανάσης Μαρκόπουλος



Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Μανδραγόρας", τεύχος 49, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2013

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Ντίνος Χριστιανόπουλος, "Μια εκλογή ποιημάτων"




ΤΥΨΕΙΣ

όσο περνούν οι μέρες και μακραίνει
η ηλικία της σεμνότητας, αισθάνομαι
τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου
από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν:
δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια
φώτα που πέσαν πάνω μου ανελέητα
λόγια πιο πρόστυχα κι απ’ τις χειρονομίες –
μα πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου
όταν γυρνώ αργά το βράδι και τη βρίσκω
μ’ ένα βιβλίο στο χέρι να προσμένει
βουβή ξαγρυπνισμένη και χλομή


«ΞΕΝΑ ΓΟΝΑΤΑ» (1952-1957)



ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ

εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά
έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας
έστω και μια φορά,
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;



ΛΑΣΠΕΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

τι γυρεύω εγώ σ’ αυτές τις νύχτες
οδεύοντας σε λασπωμένες ερημιές
μ’ ένα απαίσιο συνάχι και το παπούτσι να με χτυπάει
και το φεγγάρι να μη λέει να κρυφτεί
κι η νύχτα να με σφίγγει απ’ το λαιμό σαν τοκογλύφος
τι γυρεύω εγώ αυτές τις νύχτες

τι γυρεύω εγώ σ’ αυτούς τους δρόμους
που άγρια τους φορολογεί η νύχτα
άνθρωποι χθαμαλοί δυναστεύουν τον ουρανό
πλημμύρισαν τέρατα τα ποτάμια
σπίτια που είδαν πολλούς ξυλοδαρμούς
τι γυρεύω εγώ σ’ αυτούς τους δρόμους

τι γυρεύω εγώ σ’ αυτήν την άνοιξη
τα πάντα μηχανεύεται για να με ρίξει
έκανε νέες προμήθειες πουλιών
συσσώρεψε ερεθισμούς στα χαλάσματα
υπόσχεται μεγάλες εκπτώσεις
τι γυρεύω εγώ σ’ αυτήν την άνοιξη

γυρεύω να επενδύσω την καρδιά μου
δεν τα αντέχω πια αυτά τα βλέμματα
στοιβάχτηκαν πολλά παράπονα στα μάτια μου
τα χαμόγελά μου πικρίζουν
το πρόσωπό μου έγινε ολοκαύτωμα
γυρεύω να επενδύσω την καρδιά μου


«ΑΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟΣ ΚΑΗΜΟΣ» (1955-1960)



ΑΠΟΓΕΥΜΑ

Είταν ωραίο εκείνο το απόγευμα με την ατέλειωτη συζήτηση στο                      πεζοδρόμιο.
Τα πουλιά κελαηδούσαν, οι άνθρωποι πέρναγαν, τ’ αυτοκίνητα τρέχανε
και χάνονταν εκεί που είχαμε κατέβει την τελευταία φορά.
Στο απέναντι παράθυρο το ράδιο έπαιζε ρεμπέτικα
και το κορίτσι του διπλανού μας τραγούδαγε το ντέρτι του.
Φυλλορροούσε η ακακία κι ευώδιαζε το γιασεμί
και μες στην τάπια τα παιδιά παίζαν κρυφτούλι
και τα κορίτσια γύρναγαν σκοινί –
παίζαν στην τάπια και δεν ξέραν από θάνατο
παίζαν στην τάπια και δεν ξέραν από τύψη
κι εγώ τους αγάπησα πολύ τους ανθρώπους εκείνο το απόγευμα
δεν ξέρω γιατί, πολύ τους αγάπησα, σαν ένας μελλοθάνατος.



ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΩ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία
δε θα πει ανοίγω ένα παράθυρο για τη συναλλαγή
τέλειωσαν πια τα πρελούδια είρθε η ώρα του κατακλυσμού
όσοι δεν είναι αρκετά κολασμένοι πρέπει επιτέλους να σωπάσουν
να δουν με τι καινούριους τρόπους μπορούν να απαυδήσουν στη ζωή
ν’ ανοίξουν χαρακώματα για να κυκλοφορεί ο θάνατος σε όλο τους το               σώμα

εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία
να μη με κατηγορήσουν για ευκολία, πως δεν έσκαψα βαθιά
πως δε βύθισα το μαχαίρι στα πιο γυμνά μου κόκκαλα
όμως είμαι άνθρωπος και γω, επιτέλους κουράστηκα, πώς το λένε
κούραση πιο τρομαχτική από την ποίηση υπάρχει;

εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία
βρίσκει κανείς τόσους τρόπους να επιμεληθεί την καταστροφή του



ΚΑΤΑΤΡΕΧΟΥΝ ΤΗ ΓΡΑΦΙΚΟΤΗΤΑ

κατατρέχουν τη γραφικότητα

είρθαν κύριοι με τσάντες και μεζούρες
μέτρησαν το οικόπεδο άνοιξαν χαρτιά
οι εργάτες έδιωξαν τα περιστέρια
ξήλωσαν το χαγιάτι έριξαν το σπίτι
σβήσαν ασβέστη μες στον κήπο
φέραν τσιμέντο στήσαν σκαλωσιές
θα χτίσουν κι άλλη πολυκατοικία

ρίχνουν τα ωραία σπίτια ένα ένα
τα σπίτια που μας ανάστησαν από μικρά
με τα φαρδιά παράθυρα τις ξύλινες σκάλες
με τα ψηλά νταβάνια τις λάμπες στους τοίχους
τρόπαια λαϊκής αρχιτεκτονικής

κατατρέχουν τη γραφικότητα
τη διώχνουν διαρκώς στην πάνω πόλη
εκπνέει σαν προδομένη επανάσταση
σε λίγο δε θα υπάρχει ούτε στα καρτ-ποστάλ
ούτε στη μνήμη και την ψυχή των παιδιών μας


«ΠΡΟΑΣΤΙΑ» (1949-1959)


Από τη συγκεντρωτική συλλογή «ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1949-1960», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1962


Σημείωση. Η γραφή του βιβλίου είναι πολυτονική. Κατά τα άλλα τηρήθηκε πιστά η ορθογραφία και η μορφή των κειμένων της έκδοσης του 1962.

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Νίκος Καββαδίας, "Τρία θαλασσόβρεχτα τραγούδια"



ΕΝΑΣ ΝΕΓΡΟΣ ΘΕΡΜΑΣΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΖΙΜΠΟΥΤΙ

                                                                                του Ι. Πικραμένου


Ο Γουίλλη, ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί,
όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε,
στην κάμαρά μου ερχότανε, γελώντας, να με βρει
κι ώρες πολλές για πράματα περίεργα μου μιλούσε.

Μου ’λεγε πώς καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς
και στο Άντεν πώς, χορεύοντας, πίνουν την άσπρη σκόνη,
κι έπειτα πώς φωνάζουνε και πώς μονολογούν,
όταν η ζάλη μ’ όνειρα περίεργα τους κυκλώνει.

Μου ’λεγ’ ακόμα ότ’ είδ’ αυτός, μια νύχτα που ’χε πιει,
πως πάνω σ’ άτι εκάλπαζε, στην πλάτη της θαλάσσης,
και πίσωθέ του ετρέχανε γοργόνες με φτερά.
– Σαν πάμε στο Άντεν, μου ’λεγε, κι εσύ θα δοκιμάσεις.

Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξυραφιών
και του ’λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει
και τότε αυτός συνήθιζε γελώντας τρανταχτά,
με το ’να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει.

Μες στο τεράστιο σώμα του είχε μια αθώα καρδιά.
Κάποια νυχτιά, μέσα στο μπαρ Ρετζίνα – στη Μαρσίλια,
για να φυλάξει εμένανε από έναν Ισπανό,
έφαγε αυτός μιαν αδειανή στην κεφαλή μποτίλια.

Μια μέρα τον αφήσαμε στυγνό απ’ τον πυρετό,
πέρα στην Άπω Ανατολή, να φλέγεται, να λιώνει.
Θεέ των μαύρων, τον καλό συχώρεσε Γουίλ
και δώσ’ του εκεί που βρίσκεται, λίγη απ’ την άσπρη σκόνη.



Από τη συλλογή «Μαραμπού» εκδ. Άγρα, 1990, (1η έκδοση: Κύκλος, 1933).


ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΕΝΑΣ ΝΕΓΡΟΣ ΘΕΡΜΑΣΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΖΙΜΠΟΥΤΙ
(Ποίηση: Ν. Καββαδίας, Μουσική: Θ. Μικρούτσικος)



ΕΣΜΕΡΑΛΔΑ

                                                                 Στο Γιώργο Σεφέρη


Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα
κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές.
Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα
κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Gabes.

Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος
κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς.
Στο κάθε χάδι κι ένας κόμπος φεύγει ματωμένος
απ’ το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής.

Ο παπαγάλος σου ’στειλε στερνή φορά το «γεια σου»
κι απάντησε απ’ το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής,
πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου
κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς.

Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω: «Σε προδίνω»,
κι ο γρύλος το ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού.
Μη φεύγεις. Πες μου, το ’πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο
ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;

Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν
κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά.
Τρόχισε κείνα τα σπαθιά του λόγου που μ’ αρέσουν
και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά.

Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν
και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές
στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα
που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές.



Από τη συλλογή «Πούσι», εκδ. Άγρα, 1991, (1η έκδοση: Α. Καραβίας, 1947).


ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΤΡΑΣ - ΕΣΜΕΡΑΛΔΑ
(Ποίηση: Ν. Καββαδίας, Μουσική: Θ. Μικρούτσικος)




ΟΙ ΕΦΤΑ ΝΑΝΟΙ ΣΤΟ S/S CYRENIA

                                                                        Στην Ελγκα


Εφτά. Σε παίρνει αριστερά, μην το ζορίζεις.
Μάτσο χωράνε σε μια κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Ο πιο μικρός αχολογάει μ’ ένα καλάμι.

Γυαλίζει ο Σημ της μηχανής τα δύο ποδάρια.
Ο Ρεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.
Μ’ ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια
κι ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίττες ζυμώνει.

Απ’ το ποδόσταμο πηδάν ως τη γαλέτα.
– Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατήρι;
Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα
ποιος ρήγα γιος θε να την πιει σ’ ένα ποτήρι.

Ραμάν αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια,
κατάφερε το σταυρωτό του Νότου αστέρι
σωρός να πέσει, να σκορπίσει στα σπιράγια,
και πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει.

Ο Τοτ, του λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει,
τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.
Εσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη;
Ρούθ, δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι;

Κουφός ο Σάλαχ, το κατάστρωμα σαρώνει.
Μ’ ένα ξυστρί καθάρισέ με απ’ τη μοράβια.
Μα είν’ ένα κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
– Γιε μου, πού πας; – Μάνα, θα πάω με τα καράβια.

Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε.
Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.
Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι...
Ο πιο στερνός μ’ έναν αυλό με νανουρίζει.

                                                                  Colombo 1951



Από τη συλλογή «Τραβέρσο», εκδ. Άγρα, 1990, (1η έκδοση: Κέδρος, 1975).


ΘΑΝΟΣ  ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ - ΟΙ 7 ΝΑΝΟΙ ΣΤΟ S/S CYRENIA
(Ποίηση: Ν. Καββαδίας, Μουσική: Θ. Μικρούτσικος)


Η ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ - ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ



Στο ιστολόγιό μας μπορείτε ακόμα να δείτε (με κλικ πάνω στον τίτλο):
και