Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Τζιουζέππε Ουνγκαρέττι, "Πέντε ποιήματα"




ΨΥΧΟΡΡΑΓΗΜΑ


Να πεθάνεις όπως οι διψασμένοι κορυδαλλοί
στον αντικατοπτρισμό

Ή σαν το ορτύκι
στους πρώτους θάμνους
αφού διασχίσει το πέλαγος
μη έχοντας πια διάθεση
να πετά

Μα όχι να ζεις θρηνολογώντας
σαν τυφλωμένη καρδερίνα





ΑΓΡΥΠΝΙΑ
Ύψωμα Τέσσερα, 23 Δεκεμβρίου 1915


Ολάκερη νύχτα
ριγμένος πλάι
σ’ έναν σφαγιασμένο
σύντροφο
με τα σφιγμένα
δόντια του
στραμμένα κατά την πανσέληνο
με το πρήξιμο
των χεριών του
να ’χει εισχωρήσει
μέσα στη σιωπή μου
έγραψα
γράμματα γεμάτα έρωτα

Ποτέ μου δεν υπήρξα
τόσο
προσκολλημένος στη ζωή





ΦΑΣΗ
Μαριάνο, 25 Ιουνίου 1916


Στράτα τη στράτα
Ξαναβρήκα
Το πηγάδι του έρωτα

Στον οφθαλμό
των χιλίων και μιας νύχτας
ξαπόστασα

Στους εγκαταλειμμένους κήπους
εκείνη σίμωνε
σαν περιστέρα

Μες στον αέρα
του μεσημεριού
που ’ταν σωστή λιγοθυμιά
της έδρεψα
πορτοκάλια και γιασεμιά





ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΕΧΑΣΑ


Τα πάντα έχασα από την παιδική ηλικία
Και δε θα μπορέσω πια ποτέ
Σε μια κραυγή να βρω τη λήθη.

Την παιδική ηλικία έθαψα
Στα βάθη της νύχτας
Και τώρα, αόρατη ρομφαία,
Με χωρίζει από τα πάντα.

Θυμάμαι πως σκιρτούσα για σένα,
Και νά με τώρα χαμένος
Στης νύχτας το άπειρο.
Απελπισία που αδιάκοπα αυξαίνει
Η ζωή δεν είναι πια για μένα,
Έτσι που σκάλωσε στο λαρύγγι,
Παρά ένας βράχος κραυγές.





ΑΣΤΕΡΙ


Αστέρι, μοναδικό μου αστέρι,
Στην ένδεια της νύχτας, μονάχο σου,
Για μένα, τον μοναχό, λάμπεις,
Στην μοναξιά μου λάμπεις
Μα, για μένα, αστέρι
Που ποτέ δε θα πάψεις να φωτίζεις,
Πολύ λίγος ο χρόνος που σου δόθηκε,
Μου χαρίζεις ένα φως
Που την απελπισία εντός μου
Άλλο δεν κάνει παρά να ακονίζει.




Μετάφραση: Φοίβος Πιομπίνος




Από τη συλλογή «GIUSEPPE UNGARETTI - ΠΟΙΗΜΑΤΑ», Ίκαρος 2001

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Βασίλης Παπάς, "Μελάνια για μικρές χειρονομίες"




1
Ύψωσε τη λευκή σημαία και ξαφνικά μας παραδόθηκε ο χειμώνας. Απόθεσε τα πυρομαχικά του, έν' άψυχο κορμί. Οδυνηρό και ήρεμο τοπίο,άρμεξε χιόνια, ήπιε σταγόνες της βροχής, αποθηκεύοντας την άνοιξη, το καλοκαίρι.


2
Σε λίγο θα φανούν τα φύλλα που μεγαλώνουν με τις σκέψεις των ανθρώπων, αμέριμνοι περιπατούν, αιώνες στα κλαδιά, τα ξεσχισμένα ρούχα του χειμώνα και τα κρυμμένα μάτια του καλοκαιριού.


3
Το άνθος είναι ο έρωτας και ο καρπός η αγάπη. Μα όταν μένουν μόνα τους ξανά τα φύλλα, παραδομένα, σιωπηλά, ήδη αποφασισμένα, μέσα στο μεγαλείο της αναμονής, ξέγνοιαστα κι ανοχύρωτα στο χάδι του θανάτου.


4
Σε λίγο η εικόνα θα πυκνώσει σε μια λέξη, οι εκδρομείς θα γίνουνε μια μονάδα πλήθους γυρεύοντας τον κόκκο τους όπως οι χρυσοθήρες, κάτι το ελάχιστο στα ίχνη του τοπίου, ελάχιστοι κι αυτοί.


5                                                                  Βεγορίτιδα
                                                                 Στον Μάρκο
Η λίμνη σκάβει μόνη της το λάκκο, κρύβει όπου νά 'ναι το νερό και το πετά σιγά σιγά να μη γίνει αντιληπτή η απόδρασή της. Μακραίνουν τα χωριά, παιδιά που ανατραφήκαν απ' τα σπλάχνα της, γριά Ινδιάνα, αποσύρεταιγια να τελειώσει στο κιλίμι του βυθού, μέσα στην τελευταία της σταγόνα.



Τα “μελάνια για μικρές χειρονομίες” δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό ΠΟΙΗΣΗ, τεύχος 18,
Φθινόπωρο-Χειμώνας 2001

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Γιώργος Σαραντάρης, "Ακόμα δεν μπόρεσα..."



ΑΚΟΜΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΑ ΝΑ ΧΥΣΩ ΕΝΑ ΔΑΚΡΥ

Ἀκόμα δὲν μπόρεσα νὰ χύσω ἕνα δάκρυ
Πάνω στὴν καταστροφὴ
Δὲν κοίταξα ἀκόμα καλὰ τοὺς πεθαμένους
Δὲν πρόφτασα νὰ δῶ πὼς λείπουνε
Ἀπὸ τὴ συντροφιά μου
Πὼς ἔχασαν τὸν ἀέρα ποὺ ἐγὼ ἀναπνέω
Καὶ πὼς ἡ μουσικὴ τῶν λουλουδιῶν
Ὁ βόμβος τῶν ὀνομάτων ποὺ ἔχουνε τὰ πράγματα
Δὲν ἔρχεται στ᾿ αὐτιά τους
Ἀκόμα δὲν χλιμίντρισαν τ᾿ ἄλογα
Ποὺ θὰ μὲ φέρουν πλάι τους
Νὰ τοὺς μιλήσω
Νὰ κλάψω μαζί τους
Καὶ ὕστερα νὰ τοὺς σηκώσω ὄρθιους
Ὅλοι νὰ σηκωθοῦμε σὰν ἕνας ἄνθρωπος
Σὰν τίποτα νὰ μὴν εἶχε γίνει
σὰν ἡ μάχη νὰ μὴν εἶχε περάσει πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας.

                                                                                         25.5.1940



Από το βιβλίο «ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ,
Γιατί τον είχαμε λησμονήσει…
Μια ανθολόγηση από το σύνολο του έργου του»,
Εισαγωγή-Επιμέλεια: Μ. Γ. ΜΕΡΑΚΛΗΣ
παραφερνάλια τυπωθήτω, Αθήνα 2002.

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, "Η πόλη μου είναι..."


[ Η πόλη μου είναι…]

Η πόλη μου είναι μια γυναίκα πληγιασμένη
Δόντια γριάς τα τείχη της
Τα σπίτια της διαγωνισμός μιζέριας
Που κατοικούνται από χαιρέκακα φαντάσματα
Τα ιερά της της τώρα συντηρούνε
Μονάχα οι θεοί τους και οι άγιοι
Η θάλασσα την άφησε πριν δυο χιλιάδες χρόνια
Και στις πλατείες δεν ακούγονται παιδιά

Η πόλη μου είναι μια γυναίκα απελπισμένη
Τις νύχτες βγαίνει ένα φως σαν αρουραίος
Τα γράμματα να ροκανίσει των παιδιών της
– Μια κόρη έχει στο Μόναχο και έναν γιο στο Βέλγιο –
Που την ρωτούν πώς πάει η θεραπεία
Απ’ την πανούκλα που την τυραννά αιώνες



Το ποίημα [Η πόλη μου είναι...] του Δ. Γ. Παπαστεργίου, δημοσιεύεται για πρώτη φορά.


RORY GALLAGHER - A MILLION MILES AWAY

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Δημήτρης Τρωαδίτης, "Τέσσερα ποιήματα"



στιγμή πρώτη

ξεσκισμένες ταινίες
κνόδαλα της ζωής
σαν να μαζεύεις τα ξέφτια
του απομεσήμερου
στα γυμνά σου πόδια
σπουργίτια που κροταλίζουν
τα ψίχουλα της αδράνειας



στιγμή έκτη

πότε θα συναθροίσουμε
τα δάκρυά μας
πότε θα συσπειρώσουμε
τις οιμωγές μας
πότε θα ανασηκωθούμε
από τον ανοιχτό μας τάφο
που έχει τη μορφή
σελιλόιντ ακρόασης



απόπειρα πρώτη

κάθε απόπειρα σκέψης
περιέχει όλες τις απόπειρες μαζί
κάθε κίνηση στο άπειρο
περιέχει όλες τις κινήσεις μαζί
κάθε έμπνευση στα κενά διαστήματα
περιέχει όλες τις γητειές του κόσμου



απόπειρα δωδέκατη

στις καταποντισμένες
αυτές στιγμές
η κάθε ευχή μοιάζει
επαναστατικό μανιφέστο
η κάθε αύρα
ανοίγει το δρόμο...
άλλωστε δεν πεθαίνει κανείς
από ασάφεια
αλλά από κρύο
και μοναξιά



Από τη συλλογή «υπολήψεις - απόπειρες», εκδ. Το Κόσκινο, Μελβούρνη, 2013
Η εικόνα είναι από το εξώφυλλο της συλλογής. Paul Bond, "Unexpected Departure"

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

Αρετή Γκανίδου, "Άντρας 3ος (Δημιουργός)"



Άντρας 3ος (Δημιουργός)

                                              στον Θανάση Μαρκόπουλο

Στην αρχή ένα αχνογάλανο χαμόγελο, ήσυχος φάρος κι ένα γύρω βράχοι κοφτοί. Άπλωσα τις κατηφοριές μου ως τα ριζά του, αθόρυβα, στρώνοντας βούτυρο τα όνειρα και τις λαχτάρες. Χρόνια και μάλλον ατελέσφορη συνήθεια ως τότε. Όταν όμως τον είδα ανέμελο πάνω τους να γλιστρά, φορώντας αστόλιστη την πιο παιδική στιγμή του, εκείνη που τον συμφιλίωσε με τη ζωή, τον σύστησα στον κόσμο, ήξερα πως μ’ έναν μειλίχιο παφλασμό θα σήκωνε χαμόγελα κυματάκια κοιμισμένα, κεντώντας το κρυμμένο βάθος με μια λέξη, με το κρόσσι από ’να όνειρο, την ευωδιά μιας άσηπτης πληγής, ένα ασαβάνωτο γελάκι περιηγητικό.
Φόρεσα για καιρό ατάραχη τη μικρή μου ανατολή.
Ύστερα ετοίμασα τη μέρα μου,
την άνοιξα αθόρυβα
κι όποιος γυρίζει σε κείνα τα μονοπάτια και τα ξέφωτα
βλέπει που βγάζω στο κατώφλι την αλήθεια μου,
να ξεκουράζονται τα αμετανόητα όνειρα,
οι πεισματάρηδες που αποδημούν μαζί τους
και εκείνοι οι ωραίοι μασίφ άνθρωποι.
Κι όλα τούτα
από ’να αχνογάλανο χαμόγελο,
μια μέρα βροχερή.



Από την ενότητα Ορυκτά, της συλλογής «Ορυκτό φως», Μελάνι 2011

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

Ξάνθος Μαϊντάς, "Μπεράτι"



ΜΠΕΡΑΤΙ

Όταν χήρεψε η μανιά η Λένη
– μ’ οκτώ παιδιά στην πλάτη –
ήταν δεν ήταν σαράντα πέντε χρονών.
Οι μέρες που ήρθαν δύσκολες
κι οι τέσσερεις κόρες σε ηλικία.
Πώς τα ’φερε βόλτα κανείς δεν έμαθε.

Μόνο σαν ήρθε η ώρα
και πάντρεψε τον μεγάλο της
μετά την εκκλησία, στο παζάρι
– το έθιμο ήθελε άντρας
ν’ ανοίξει τον χορό –
η μανιά η Λένη κρατώντας
νύφη και γαμπρό,
στάθηκε απέναντι στα όργανα
και παράγγειλε:

Μπεράτι.



Από τη συλλογή, «Δρόμοι της Φαϋτού», Πλανόδιον 2009

(Μπεράτι αργό)

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

Γιώργος Ν. Σιώμος, "Ερωτικό"



ΕΡΩΤΙΚΟ

Στο βορεινό δωμάτιο του πλίθινου σπιτιού μένω κι αυτήν τη χρονιά με τον Χρήστο, παιδικό φίλο και γείτονα, μαθητή της πρώτης τάξης. Το κρεβάτι μου είναι δίπλα στο παραθύρι κι από εκεί ξαπλωμένος βλέπω την αυλή, στρωμένη με χοντρά χαλίκια και χορτάρια ανάμεσά τους. Αριστερά είναι η κορομηλιά, που κάτω από τον ίσκιο της παίζαμε τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και τώρα καμιά φορά, απέναντι, σε κοντινή απόσταση, το νεόκτιστο διώροφο των σπιτονοικοκύρηδων, που στην ταράτσα του κατέφευγε γλιστρώντας αθόρυβα ο Νίκος, ο περσινός συγκάτοικός μου, για διάβασμα πέρα δώθε με το βιβλίο στο χέρι, όταν οι φίλοι έκαναν αρμένικες επισκέψεις∙ δεξιά και πίσω ένα ψηλό ντουβάρι, τείχος, όριο φυσικό για το οικόπεδο, αλλά και για τη δική μας τη ματιά.

Έχουν φύγει οι μεγαλύτεροι συγκάτοικοι και πήρα τη θέση τους. Εγώ θα συμβουλεύω τώρα, είτε τον μικρό συγκάτοικό μου, που δεν λέει να ξεκοπεί από την ασφάλεια της οικογένειας και τις συνήθειες του χωριού, είτε άλλους μικρότερους, παραζαλισμένους από την βίαιη μεταβολή στον τρόπο της ζωής τους. Η νεαρή σύζυγος του σπιτονοικοκύρη, που μέχρι χτες κρατούσε το βιβλίο των γαλλικών και μας βοηθούσε στις εξετάσεις, με βλέπει ως υπεύθυνο άτομο πια, το ίδιο και τα άλλα μέλη της οικογένειας της, ο σύζυγός της, ο πυρρόξανθος, λιγομίλητος άντρας και τα δυο αδέλφια του. Νιώθω κάποιες αλλαγές μέσα μου, σαν να μεγάλωσα, σαν να σοβάρεψα, σαν να έφυγε για πάντα η παιδικότητά μου, σαν να γυρεύω άλλα πράματα, το βλέπω και στην συμπεριφορά των άλλων, κι όχι μόνο των σπιτονοικοκύρηδων, με αντιμετωπίζουν αλλιώς.

Είμαι στα δεκάξι, και θέλω να πηγαίνω στο σχολείο μόνο και μόνο για να βλέπω στα διαλείμματα μια μικρότερη μαθήτρια. Να βλέπω το χαμόγελό της, τα μάτια της, τα μαλλιά της, το όμορφο πρόσωπό της, τις κινήσεις της, το περπάτημά της, τη στάση της, τη μπλε ποδιά της με τον άσπρο γιακά, την τσάντα της, τη ζώνη της, τα λουράκια των παπουτσιών που αγκαλιάζουν τους αστραγάλους της. Πάω να κοιμηθώ και την βλέπω μπροστά μου, κοιμάμαι κι έρχεται στα όνειρά μου, ξυπνώ και είναι παρούσα, περπατώ και μου χαμογελά, διαβάζω και με διακόπτει για να την κοιτάζω, γράφω και με καλεί να γράψω το όνομά της, παίζω και αφαιρούμαι, έχω χάσει τον μπούσουλα, τα βρήκα μπαστούνια.
Ετοιμάζομαι το πρωί για το σχολείο, παίρνω μαζί μου ένα παντελονάκι που αγόρασα χτες για την γυμναστική. Κατηφορίζω προς τον κινηματογράφο Ολύμπιον, που προβάλει δυο έργα την εβδομάδα, δεν έχω χάσει ούτε ένα, από τον εξώστη του, κι ας απαγορεύεται, κι ας κάνουν ντου οι καθηγητές κάθε τόσο, να’ ναι καλά ο σινεματζής που μας ειδοποιεί μόλις τους δει. Προχωρώ προς τη γέφυρα. Από κάθε δρόμο, δρομάκι ή σοκάκι, αριστερά και δεξιά, έρχονται μαθητές και μαθήτριες με τα βιβλία ή τις τσάντες στα χέρια και κατευθύνονται προς το σχολείο. Συναντιούνται εδώ, σαν ρυάκια που ρέουν προς το ίδιο ποτάμι. Πάω στο σχολείο, την βλέπω στα διαλείμματα, ιδρώνω, ξεϊδρώνω, φυσώ, ξεφυσώ. Νομίζω πως με βλέπει, αλλά δεν είμαι και σίγουρος, «προς τα εδώ κοιτάει ή μήπως προσέχει κανέναν άλλο;»
Ανοίγω την πόρτα το μεσημέρι στο δωμάτιό μου κι αντικρίζω πάνω στο απλωμένο χαρτί, στο τύλιγμα για το παντελονάκι που άφησα το πρωί στο κρεβάτι, ένα τεράστιο ποντίκι ψόφιο κι εκατομμύρια άσπρα σκουλήκια να το τρώνε από χίλιες μεριές. Από πού ήρθε; Ποιος το έφερε; Πώς ξάπλωσε έτσι τόσο συμμετρικά ο πόντικας πάνω στο χαρτί; Είναι να απορείς! Πώς έφτασε ως εδώ έτσι μισοφαγωμένος που είναι; Βρώμισε το κρεβάτι κι όλο το δωμάτιο. Μαγαρίστηκε ο τόπος του ύπνου μου.
Κατέβηκε η μάνα μου και το καθάρισε. Τα πέταξε όλα κι έφερε καινούργια. Στρώμα, κουβέρτες, μαξιλάρια, ακόμα και το κρεβάτι.
Ωστόσο ένας κορυδαλλός φτεροκοπούσε στο στήθος μου.

Η μορφή της μικρής μαθήτριας, παιδί της πόλης μεγαλωμένο με κρέμες και μπεμπελάκ, με συνοδεύει παντού: στο σινεμά, στο γήπεδο, στις βραδινές χαρτοπαιξίες μέχρι τις τρεις. Δεν έχω νου για μαθήματα, δεν χορταίνω τον ύπνο μου, ξέχασα γιατί είμαι εδώ, βγήκα από τον ντορό, βρίσκομαι σε σύγχυση, έχω αποδιοργανωθεί εντελώς.
Μαζευτήκαμε ένα βράδυ κάτι βαρεμένοι και λέει κάποιος: «Πρέπει να λέμε στα κορίτσια τα αισθήματά μας».
Πήρα θάρρος. «Κι άλλος εκτός από μένα περνάει τα ίδια», σκέφτομαι.
Το επόμενο βράδυ παραμόνεψα έξω από το σπίτι της φίλης της που την είδα να πηγαίνει. Περίμενα μέχρι να βγει, μες το σκοτάδι. Την άφησα να πλησιάσει κοντά στην κολόνα του ρεύματος για να έχει φως και βγήκα απότομα.
– Θέλω να σου μιλήσω, είπα, χωρίς να καταλαβαίνω αν μιλούσα εγώ ή κάποιος άλλος.
Τρόμαξε το κορίτσι, έτσι ξαφνικά που είδε έναν αλλοπαρμένο να βγαίνει μέσα από τα σκοτάδια, και το ’βαλε στα πόδια.
Μετά σκεφτόμουν: «Τι βλακεία! και τι θα έκανα αν καθόταν να με ακούσει;» Δεν είχα σχεδιάσει τίποτα, δεν είχα υπολογίσει τίποτα, δεν μπορούσα να χειριστώ τίποτα, έτσι κι αλλιώς ήμουν χαμένος από χέρι, μόνον να το πω ήθελα, να το ξέρει.

Μια μέρα, στα κοντά, πήγαμε εκδρομή, από εκείνες που βαριούνται οι καθηγητές το μάθημα και υποδαυλίζουν τους μαθητές να το ζητήσουν από τη διεύθυνση, καθώς οι ίδιοι παριστάνουν τους υπεράνω. Πήγαμε στο καθιερωμένο μέρος, έκανε ο καθένας παρέα με τον όμοιό του και κάποια στιγμή που με έσφιξε η πείνα, πήγα να πάρω ένα σάμαλι από τον πλανόδιο πωλητή που ακολουθεί το σχολείο όπου κι αν πάει.
– Ένα σάμαλι, λέω
Έχς δραχμή ή να το γράψω; με ρωτάει ο Κώτσιος ο πωλητής.
– Γράψ’ το, λέω.
Κι ήρθε τότε εκείνη να κεράσει γλυκά στις φιλενάδες της.
Άκουσε το «γράψ’ το», σίγουρα, γιατί χλευαστικά ήχησε το γέλιο της ρίχνοντας μου μια λοξή ματιά.
Το απόγευμα που επέστρεψα στο σπίτι, το βρήκα πεντακάθαρο. Είχε κατέβει η μάνα μου αναπάντεχα. Επηρεάστηκε από τον ποντικό; Έπιασε στον αέρα αυτό το κάτι που μόνον οι μάνες το νιώθουν; Κι όπως καθάριζε, βρήκε την τράπουλα, την τύλιξε σε μια σακούλα νάιλον και την έβαλε κάτω από το στρώμα, για να καταλάβω ότι ξέρει τι βιολί βαράω τώρα τελευταία, σαν να μου έλεγε: «Τι τα θελτς αυτά τα χαρτιά ρα πιδί μ’; Ιμείς γι’ άλλα χαρτιά σι στέλνουμι, να μην τα ξαναπιάσεις στα χέρια σ’», κι έφυγε να προλάβει το λεωφορείο, χωρίς να με δει. Πήρα την τράπουλα και την έσκισα, δεν την ξανάπιασα στα χέρια μου, ούτε πρωτοχρονιά.

Την Κυριακή, στον υποχρεωτικό εκκλησιασμό, ανέβηκα στο υπερώο και στάθηκα μπροστά μπροστά. Από εδώ την έβλεπα σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας. Κάποια στιγμή με πήρε το μάτι της και κάθε τόσο έγερνε προς την φιλενάδα της και κάτι ψιθύριζε ενώ με κοιτούσε. Μ’ έπαιζε με τη γλώσσα της, με προκαλούσε σε διέγερση. Αναρωτιόμουν αν απευθύνεται σε μένα ή τον διπλανό μου, καθώς είναι πλάσμα ποθητό από κάθε αρσενικό.

Μετά από αυτό και παρ’ όλες τις επιφυλάξεις, έκατσα κι έγραψα ένα γράμμα. Έβαλα ένα ολόκληρο κομμάτι από τον Ρωμαίο και Ιουλιέτα, που πρόσφατα είχα διαβάσει: «Τα μάτια σου, τα μεγάλα μάτια σου, μαύρα, όταν με κοιτάζουν, με τραβούν σαν μαγνήτης στα σκοτεινά βάθη κάποιας λίμνης, μου φέρνουν ζάλη και λιποθυμία … Είσαι ένα άσπρο περιστέρι ανάμεσα σε μαύρα κοράκια».
– Τι γραφς; Με ρωτάει η Ηλέκτρα, φίλη, συγκάτοικος και συμμαθήτρια που την γούσταρα σεξουαλικά και είχα ρίξει για πάρτη της αρκετές μέχρι τότε, αλλά ως εκεί. Ήμασταν και σαν αδέρφια ή σαν ξαδέρφια, κάτι μπερδεμένο τέλος πάντων.
Κάπως χαλάρωσα, πιάστηκα μπόσικος και την εμπιστεύτηκα, γιατί μου φάνηκε πως έδειχνε ένα ειλικρινές ενδιαφέρον, αυτή και η φιλενάδα της, σαν να καταλάβαινε τον πόνο μου.
– Θα το πάω εγώ, μου λέει.
Της το έδωσα με την ελπίδα να φτάσει το συντομότερο στον προορισμό του. Πέρασαν κάνα δυο μέρες κι ενώ περίμενα την απάντηση, άρχισαν αυτές να γελούν πίσω από την πλάτη μου.
– Εμείς είμαστε τα μαύρα κοράκια, άλλες είναι τα άσπρα περιστέρια, έλεγαν και ξανάλεγαν, με κοφτά γελάκια και υπονοούμενα.
Με έζωσαν τα φίδια. «Αμάν, άνοιξαν το γράμμα!»
– Καλά, πίστευες ότι θα το πάω; μου ’δωσε τη χαριστική βολή η Ηλέκτρα.
Ο κορυδαλλός στο στήθος μου που κελαηδούσε, σιγά σιγά έσκυψε το κεφάλι του, έχασε τα πούπουλά του, μαράζωσε εντελώς και σώπασε για πάντα.

                                                                                                          23/6/2010
                                                                                                    Γιώργος Σιώμος


Από τη συλλογή διηγημάτων «Ο κορυδαλλός»Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2012

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

Ιγνάτης Χουβαρδάς, "Πτήσεις του Εφτάψυχου Αγγέλου"


ΠΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΦΤΑΨΥΧΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ

Απουσιάζω στους ανέμους
με το χαλί μου χάνομαι στον ουρανό
εκεί συναντώ μια περίεργη χώρα
με μάγισσες, ξύλινα σπίτια, τραπουλόχαρτα
με ποντικούς, χήνες και αλεπούδες
κορίτσια με ριχτά φορέματα και σάνδαλα
αυτοκίνητα μωβ, μουσική ροκ
κυρίες στις boutiques σάς χαίρομαι
παγκάκια με μπλεγμένα στόματα
μπαλκονόπορτες και κλειδαρότρυπες
διχτυωτή κάλτσα, μαύρα γυαλιά
ρετρό αφίσσα σε μπαράκι
τι απομένει από τη ζωή;
ανάμνηση ηδονής απομενει.



Από τη συλλογή «ΡΟΖ ΣΚΗΝΙΚΑ», Βαλεντίνη 1987


THE DOORS - PEOPLE ARE STRANGE

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

Σούλης Λιάκος, "Απόστολος Δέδες"


Απόστολος Δέδες, "Παρέα γυναικών", 75X75, Λάδι σε μουσαμά


Απόστολος Δέδες

Το τρένο πέρασε τα σύνορα
το χέρι της μάνας μετέωρο
χαιρετούσε το μονοπάτι
Οικογένεια του πια οι ξενώνες
Τα βιβλία λήκυθοι των δακρύων του
μάζευαν τις σταγόνες
γίνανε τόπος
σπίτι με συγγενείς με σάλα
με τζάκι και παππού στο σκαμνί
με μάνα που πλέκει και σηκώνει την ματιά
κάθε τόσο στο μονοπάτι

Έμαθε με δυο νεύματα των δαχτύλων του
να φανερώνει τη λέξη γίγνεσθαι
να την στερεώνει στις δυο όψεις του φεγγαριού
τον φοβερό πέλεκυ, το μόνο του λάφυρο
από το στερημένο χέρι το μετέωρο
που του χάρισε ταύρο ανυπότακτο
και εκείνον τον στοργικό λυγμό
κρυμμένο ανάμεσα σε στάχυα, ηλιοτρόπια
και σπόρους προϊστορικούς.




Το ποίημα του Σούλη Λιάκου «Απόστολος Δέδες», δημοσιεύεται για πρώτη φορά.

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Σωτήρης Τριβιζάς, "Βίος ασωμάτων"



*

Οι μέρες μικρές οι νύχτες σαν όστρακα
ο ουρανός μου λευκός με ίσκιους παράξενα
άστρα.
Άγρυπνες ώρες μέσα στη σιωπή
ένα αιφνίδιο δευτερόλεπτο που στέργουν
οι αιώνες
κι έρχονται λέξεις λαμπερές σαν έρωτας
άσπρες φωνές χειρονομίες του ύπνου
ένα φεγγάρι φωτεινό στον ουρανό
να σκύβει
να σαρκάζει τα σκοτάδια.



*

Μικρές αισθήσεις ανεβαίνουν ως εδώ
χρώματα τρυφερά μέσα στη νηνεμία
του ύπνου
είναι το άσαρκο φως είναι το δέντρο
με τα κουρασμένα φύλλα σαν μουσική
στο φωτεινότερο κλαδί να ψιθυρίζω
τ’ όνομά σου

Μήπως η νύχτα φέρει το γυμνό σου χέρι
μήπως στο σώμα σου προσεύχονται οι άνεμοι
το φως, απ’ την αθέατη πλευρά του κόσμου
μήπως στα μάτια σου επιστρέφει.




Από τη συλλογή «Βίος ασώματων και άλλα ποιήματα», Νεφέλη 1991

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

e.e. cummings, "5 ποιήματα"




                        1

αν σ’ αρέσουν τα ποιήματά μου άφησέ τα
να περπατήσουν στο δειλινό,λίγο πίσω από σένα

τότε οι άνθρωποι θα πουν
«Σ’ αυτό τον δρόμο είδα μια πριγκίπισσα να διαβαίνει
καθώς πήγαινε να συναντήσει τον εραστή της(είχε
αρχίσει να βραδιάζει)με ψηλούς και ανίδεους υπηρέτες.»


                                                                                         [1918-19]





                        2

Τα δάχτυλά σου φτιάχνουν μπουμπούκια
από το καθετί.
τα μαλλιά σου πάνω απ’ όλα οι ώρες αγαπάνε:
απαλότητα που
τραγουδά,λέγοντας
(μια μέρα κι αν διαρκεί ο έρωτας)
μη φοβάσαι,θα πιάσουμε τον Μάη.

τα λευκότατα πόδια σου κοφτά ξεστρατίζουν.
Διαρκώς
τα υγρά σου μάτια με τα φιλιά παίζουν,
που η μυστικοπάθειά τους πολλά
λέει∙τραγουδώντας
(μια μέρα κι αν διαρκεί ο έρωτας)
για ποια κοπέλα λουλούδια φέρνεις;

Να είμαι τα χείλη σου είναι πράγμα γλυκό
και μικρό.
Θάνατε,Εσένα θ’ αποκαλέσω πλούσιο πέρα από κάθε προσδοκία
αυτό αν αρπάξεις
αλλιώς απόντα.
(μια μέρα κι αν διαρκεί ο έρωτας
και τίποτα αν η ζωή δεν σημαίνει,δεν θα πάψει να μοιράζει τα φιλιά του).


                                                                                         [1922]





                        29

τα γενέθλιά σου έρχονται να μου πουν αυτό

–κάθε τυχερότερη από τις τυχερές ημέρες
που σ’ έχω αγαπήσει,θα σε αγαπώ,σε αγαπώ,ήταν

και θα είναι και τα γενέθλιά μου είναι


                                                                                         [1958]





                        32

ποιος είσαι εσύ,μικρός εγώ

(πέντε ή έξι χρονών)
που κρυφοκοιτάς από κάποιο

φεγγίτη∙το χρυσό

του νοεμβρίου ηλιοβασίλεμα

(και νιώθεις:πως αν η μέρα
πρέπει να γίνει νύχτα

αυτό είναι μια ωραία διαδρομή)


                                                                                         [1963]



                        33

απ’ όλα τα πράγματα κάτω
από το πιο ξανθό από τα ξανθότερα αστέρια μας

το πιο μυστηριώδες
(ιλιένα,αγάπη μου) είναι αυτό

–πώς κάποιος τόσο εύθυμος
είναι δυνατόν να πεθάνει

                                                                                         [1963]



Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός



Από την ενότητα: 33 ΠΟΙΗΜΑΤΑ, της συλλογής
«e.e.cummings: 33x3x33 ΠΟΙΗΜΑΤΑ * ΔΟΚΙΜΙΑ* ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ»,
Εκδόσεις Νεφέλη 2004.