Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Αντώνης Φωστιέρης, "Ανεπίδεκτος απομαθήσεως"



       
Ανεπίδεκτος απομαθήσεως
                 
Δεν ξέρω που να σταματήσω.
Κι ούτ' έχω χρόνο διαθέσιμο
Για να ξεμάθω.
Χωρίς δασκάλους
Ή μιά μέθοδο έστω.
Απίθανο
Να βγάλω εγκαίρως από πάνω μου
Όλη την ύλη.
Ο Έντισον εφεύρε τον φωνογράφο
Η φάλαινα γεννάει φαλαινάκια
Ο Δούναβης διασχίζει τη Βιέννη -
Αφόρητο φορτίο ανιαρό
Τα δευτερεύοντα.
Με κάμποσες επαναλήψεις λήθης
Φαίνεται
Θα καταφέρω κάποτε
Να ξεθωριάσουν.
Όμως πώς είναι πράσινα τα φύλλα
Ο βίος βραχύτατος
(Η τέχνη ακόμη βραχυτέρα)
Όμως πώς είναι η θάλασσα νερό
(Κι όλα βεβαίως νερό)
Αδύνατον
Ό,τι κι άν κάνω, αδύνατον
Να τα προλάβω.

Με τέτοιαν έλλειψη ελλείψεων, μπορώ
Να πάρω απολυτήριο; Δεν μπορώ.

Γι' αυτό
Ας μείνω, Κύριε, στην ίδια τάξη
Στάσιμος
(Α ναί, στην ίδια τάξη στάσιμος)
Λίγες χρονιές ακόμη.

Ως πλημμελούς αγνοίας, Κύριε.

Ως ανεπίδεκτος απομαθήσεως.



Από τη συλλογή "Πολύτιμη Λήθη", Καστανιώτης 2003                                    

Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ, "Η ανορεξία της ύπαρξης"




Η ανορεξία της ύπαρξης

Δεν πεινάω, δεν πονάω, δεν βρωμάω
ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω
κάνω πως γελάω
δεν επιθυμώ το αδύνατο
ούτε το δυνατό, τα απαγορευμένα
για μένα σώματα δε μου χορταίνουν τη ματιά.
Τον ουρανό καμιά φορά
κοιτάω με λαχτάρα
την ώρα που ο ήλιος σβήνει τη λάμψη του
κι ο γαλανός εραστής παραδίνεται
στη γοητεία της νύχτας.
Η μόνη μου συμμετοχή
στο στροβίλισμα του κόσμου
είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή.
Αλλά νιώθω και μια άλλη
παράξενη συμμετοχή∙
αγωνία με πιάνει ξαφνικά
για τον ανθρώπινο πόνο.
Απλώνεται πάνω στη γη
σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο
που μουσκεμένο στο αίμα
σκεπάζει μύθους και θεούς
αιώνια αναγεννιέται
και με τη ζωή ταυτίζεται.
Ναι, τώρα θέλω να κλάψω
αλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου
η πηγή.



Από τη συλλογή "Η ανορεξία της ύπαρξης", Καστανιώτης 2011

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, "Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ."



Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.

Την συμφορά όταν έμαθα, που ο Μύρης πέθανε,
πήγα στο σπίτι του, μ’ όλο που το αποφεύγω
να εισέρχομαι στων Χριστιανών τα σπίτια,
προ πάντων όταν έχουν θλίψεις ή γιορτές.

Στάθηκα σε διάδρομο. Δεν θέλησα
να προχωρήσω πιο εντός, γιατί αντελήφθην
που οι συγγενείς του πεθαμένου μ’ έβλεπαν
με προφανή απορίαν και με δυσαρέσκεια.

Τον είχανε σε μια μεγάλη κάμαρη
που από την άκρην όπου στάθηκα
είδα κομμάτι· όλο τάπητες πολύτιμοι,
και σκεύη εξ αργύρου και χρυσού.

Στέκομουν κ’ έκλαια σε μια άκρη του διαδρόμου.
Και σκέπτομουν που η συγκεντρώσεις μας κ’ η εκδρομές
χωρίς τον Μύρη δεν θ’ αξίζουν πια·
και σκέπτομουν που πια δεν θα τον δω
στα ωραία κι άσεμνα ξενύχτια μας
να χαίρεται, και να γελά, και ν’ απαγγέλλει στίχους
με την τελεία του αίσθησι του ελληνικού ρυθμού·
και σκέπτομουν που έχασα για πάντα
την εμορφιά του, που έχασα για πάντα
τον νέον που λάτρευα παράφορα.

Κάτι γρηές, κοντά μου, χαμηλά μιλούσαν για
την τελευταία μέρα που έζησε

στα χείλη του διαρκώς τ’ όνομα του Χριστού,
στα χέρια του βαστούσ’ έναν σταυρό.

Μπήκαν κατόπι μες στην κάμαρη
τέσσαρες Χριστιανοί ιερείς, κ’ έλεγαν προσευχές
ενθέρμως και δεήσεις στον Ιησούν,
ή στην Μαρίαν (δεν ξέρω την θρησκεία τους καλά).

Γνωρίζαμε, βεβαίως, που ο Μύρης ήταν Χριστιανός.
Από την πρώτην ώρα το γνωρίζαμε, όταν
πρόπερσι στην παρέα μας είχε μπει.
Μα ζούσεν απολύτως σαν κ’ εμάς.
Απ’ όλους μας πιο έκδοτος στες ηδονές·
σκορπώντας αφειδώς το χρήμα του στες διασκεδάσεις.
Για την υπόληψι του κόσμου ξένοιαστος,
ρίχνονταν πρόθυμα σε νύχτιες ρήξεις στες οδούς
όταν ετύχαινε η παρέα μας
να συναντήσει αντίθετη παρέα.
Ποτέ για την θρησκεία του δεν μιλούσε.
Μάλιστα μια φορά τον είπαμε
πως θα τον πάρουμε μαζύ μας στο Σεράπιον.
Όμως σαν να δυσαρεστήθηκε
μ’ αυτόν μας τον αστεϊσμό: θυμούμαι τώρα.
Α κι άλλες δυο φορές τώρα στον νου μου έρχονται.
Όταν στον Ποσειδώνα κάμναμε σπονδές,
τραβήχθηκε απ’ τον κύκλο μας, κ’ έστρεψε αλλού το βλέμμα.
Όταν ενθουσιασμένος ένας μας
είπεν, Η συντροφιά μας νάναι υπό
την εύνοιαν και την προστασίαν του μεγάλου,
του πανωραίου Απόλλωνος
ψιθύρισεν ο Μύρης
(οι άλλοι δεν άκουσαν) «τη εξαιρέσει εμού».

Οι Χριστιανοί ιερείς μεγαλοφώνως
για την ψυχή του νέου δέονταν.

Παρατηρούσα με πόση επιμέλεια,
και με τι προσοχήν εντατική
στους τύπους της θρησκείας τους, ετοιμάζονταν
όλα για την χριστιανική κηδεία.
Κ’ εξαίφνης με κυρίευσε μια αλλόκοτη
εντύπωσις. Αόριστα, αισθάνομουν
σαν νάφευγεν από κοντά μου ο Μύρης·
αισθάνομουν που ενώθη, Χριστιανός,
με τους δικούς του, και που γένομουν
ξένος εγώ, ξένος πολύ· ένοιωθα κιόλα
μια αμφιβολία να με σιμώνει: μήπως κ’ είχα γελασθεί
από το πάθος μου, και πάντα του ήμουν ξένος.

Πετάχθηκα έξω απ
 το φρικτό τους σπίτι,
έφυγα γρήγορα πριν αρπαχθεί, πριν αλλοιωθεί
απ’ την χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Μύρη.

(1929)

"Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ. Χ."  διαβάζει η Έλλη Λαμπέτη

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

Ιγνάτης Χουβαρδάς, "Φλόριντα"



XV
(Φλόριντα)

Καστανή έφηβη σε πλησίασα τόσο κοντά
όπως ένα εκκλησάκι απόμερο στα έρημα βράχια
χειμωνιάτικου νησιού.
Δε μυρίζει μέντα η αναπνοή σου
αλλά έχει την αναιδή δυσάρεστη οσμή ενός παιδιού
που ξεχνά να πλύνει τα δόντια του.
Ιδού το άρωμα του αγοροκόριτσου,
είπα μέσα μου,
που με γεμίζει αδημονία να μάθω τους δρόμους του,
να απαριθμήσω τα ελάχιστα ρούχα της ντουλάπας του,
να αγγίξω τις κάλτσες του,
να μυρίσω το βρώμικο εσώρουχο,
να βγάλω τη φλοκάτη
και να απλώσω μια γαλάζια μοκέτα κάτω από το κρεβάτι του,
να προσκυνήσω τις παντόφλες του,
στο βάθος εκεί του ημαθιώτικου κάμπου, στο ταπεινό χωριό
όπου μένεις
γλυκιά κι απρόσιτη Φλόριντα.



Από τη συλλογή "Θερινό τετράδιο", οδός Πανός 2010

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Ορέστης Αλεξάκης, "Λεπτομέρειες για σπίτια που παλιώνουν"




Λεπτομέρειες για σπίτια που παλιώνουν

Κανείς δεν ξέρει πού
κοιτούν
τα σπίτια

μέσ’ από τ’ ανοιχτά παράθυρά τους
σαν προβολέα το βλέμμα περιφέρουν
φωτίζοντας ένα δικό τους κόσμο

Τα βράδια
κλείνουν πια τα βλέφαρά τους
βυθίζονται βαθιά στην ύπαρξή τους
νιώθουν κι αυτά το σώμα τους
ακούνε
τις πέτρινές τους φλέβες να φουσκώνουν

μέσα στα κύτταρά τους ξαναζούν
ψίθυροι των νερών
φωνές τού ανέμου

Τα σπίτια μοιάζουν κάπως με τους τάφους
όπου νεκροί και ζώντες συνυπάρχουν
ο χρόνους τους ακινητεί
το παρελθόν τους και το μέλλον τους
χωρούν
μες στο πλατύ κι ασάλευτο παρόν τους

Όμως
πεθαίνουν κάποτε κι εκείνα
σωρεύεται στα στήθη τους σκοτάδι
σπάζουν τα κόκαλά τους απ' το βάρος

και ξαφνικά
μια νύχτα
καταρρέουν
μ’ ένα βαθύ λυγμό που συγκλονίζει



Από τη συλλογή «Ο ληξίαρχος», εκδ. Αστρολάβος / Ευθύνη, 1989

Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου, "Το σπίτι"



Το σπίτι

Ανεβαίνω πέτρινα σκαλοπάτια. Βατόμουρα στραγγαλίζουν κρίνα. Δεκαοχτούρες μετράνε την ανατολή κι ένας αγέρας έρχεται απ’ τα πεύκα. Βαθυπράσινο μυστικό στόμα.

Δαγκώνει το κλειδί στην πόρτα. Επιθύριο χεράκι τρυφερής ηλικίας ανοίγει βλέφαρα μιας άλλης εποχής. Είναι όλοι εκεί συγκεντρωμένοι. Ποντιακά, Τούρκικα, Ελληνικά, Αρμένικα σε στόματα ξεχασμένα. Πιο μέσα σηκώνεται ο πατέρας σκουπίζει τα μουστάκια με φιλάει κι η μάνα κλαίγοντας αγκαλιά με οδηγεί και στρώνει το τραπέζι. Κάθεται, μιλάει για το σπιτικό.

Χρόνια μέσα στα χρόνια όνειρα ξεφλουδίζονται σα φίδια.

Ανοίγει το κλειδωμένο σπίτι. Φευγάτη η σκεπή πεσμένοι οι τοίχοι χάσκουν. Χάσκουν και πάνω από τις πέτρες το λιμάνι η θάλασσα πέρα η Θάσος πιο μακριά το Όρος. Φεύγουν τα σύννεφα σαν καπνός από χορτάρι κι η θάλασσα καλειδοσκόπιο καθώς ψαρόβαρκες γυρίζουν, λαχανιάζουν οι μηχανές σκούζουν οι γλάροι. Νύχτες του έρωτα σύννεφα παρταλιασμένα.

Καταποντίζομαι στα χρόνια που ξεφλουδίζονται σα φίδια.

Ο εκσκαφέας ο φορτωτής γεμίζουν τα ανατρεπόμενα με πέτρες χώματα σανίδια φορέματα. Ξεριζώνουν τα δέντρα. Πεύκα συκιές ροδακινιές μηλιές κυδωνιές καρυδιά. Ο κήπος που χέρια στοργικά διαμόρφωσαν. Σιδερένια νύχια εξαφανίζουν τον ουρανό.

Τώρα οικόπεδο 250 τετραγωνικά. Άλλοι άνθρωποι θα χτίσουν τα σπίτια τους.

Κατεβαίνω για τη θάλασσα και περπατώ στα κύματα.
Κρατώ επιθύριο χεράκι. Δεν έχει φωνή.
Κανένα δεν μπορεί να ξυπνήσει.

Ελεύθερος φεύγω.




Από τη συλλογή "Συνοπτική διαδικασία", 1980

Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

Γιώργος Σεφέρης, "Τελευταίος σταθμός"


Τελευταῖος Σταθμός
Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ᾿ ἀρέσαν.
Τ᾿ ἀλφαβητάρι τῶν ἄστρων ποὺ συλλαβίζεις
ὅπως τὸ φέρει κόπος τῆς τελειωμένης μέρας
καὶ βγάζεις ἄλλα νοήματα κι ἄλλες ἐλπίδες,
πιὸ καθαρὰ μπορεῖς νὰ τὸ διαβάσεις.
Τώρα ποὺ κάθομαι ἄνεργος καὶ λογαριάζω
λίγα φεγγάρια ἀπόμειναν στὴ μνήμη·
νησιά, χρῶμα θλιμμένης Παναγίας, ἀργὰ στὴ χάση
φεγγαρόφωτα σὲ πολιτεῖες τοῦ βοριὰ ρίχνοντας κάποτε
σὲ ταραγμένους δρόμους ποταμοὺς καὶ μέλη ἀνθρώπων
βαριὰ μιά νάρκη.
Κι ὅμως χτὲς βράδυ ἐδῶ, σὲ τούτη τὴ στερνή μας σκάλα
ὅπου προσμένουμε τὴν ὥρα τῆς ἐπιστροφῆς μας νὰ χα-
        
ράξει
σὰν ἕνα χρέος παλιό, μονέδα ποὺ ἔμεινε γιὰ χρόνια
στὴν κάσα ἑνὸς φιλάργυρου, καὶ τέλος
ἦρθε στιγμὴ τῆς πλερωμῆς κι ἀκούγονται
νομίσματα νὰ πέφτουν πάνω στὸ τραπέζι·
σὲ τοῦτο τὸ τυρρηνικὸ χωριό, πίσω ἀπὸ τὴ Θάλασσα τοῦ
        
Σαλέρνο
πίσω ἀπὸ τὰ λιμάνια τοῦ γυρισμοῦ, στὴν ἄκρη
μιᾶς φθινοπωρινῆς μπόρας, τὸ φεγγάρι
ξεπέρασε τὰ σύννεφα, καὶ γίναν
τὰ σπίτια στὴν ἀντίπερα πλαγιὰ ἀπὸ σμάλτο.
Σιωπὲς ἀγαπημένες τῆς σελήνης.

Εἶναι κι αὐτὸς ἕνας εἱρμὸς τῆς σκέψης, ἕνας τρόπος
ν᾿ ἀρχίσεις νὰ μιλᾶς γιὰ πράγματα ποὺ ὁμολογεῖς
δύσκολα, σὲ ὧρες ὅπου δὲ βαστᾶς, σὲ φίλο
ποὺ ξέφυγε κρυφὰ καὶ φέρνει
μαντάτα ἀπὸ τὸ σπίτι κι ἀπὸ τοὺς συντρόφους,
καὶ βιάζεσαι ν᾿ ἀνοίξεις τὴ καρδιά σου
μὴ σὲ προλάβει ἡ ξενιτιὰ καὶ τὸν ἀλλάξει.
Ἐρχόμαστε ἀπ᾿ τὴν Ἀραπιά, τὴν Αἴγυπτο τὴν Παλαιστίνη
         τὴ Συρία·
τὸ κρατίδιο
τῆς Κομμαγηνῆς πού ᾿σβησε σὰν τὸ μικρὸ λυχνάρι
πολλὲς φορὲς γυρίζει στὸ μυαλό μας,
καὶ πολιτεῖες μεγάλες ποὺ ἔζησαν χιλιάδες χρόνια
κι ἔπειτα ἀπόμειναν τόπος βοσκῆς γιὰ τὶς γκαμοῦζες
χωράφια γιὰ ζαχαροκάλαμα καὶ καλαμπόκια.
Ἐρχόμαστε ἀπ᾿ τὴν ἄμμο τῆς ἔρημος ἀπ᾿ τὶς θάλασσες τοῦ
         Πρωτέα,
ψυχὲς μαραγκιασμένες ἀπὸ δημόσιες ἁμαρτίες,
καθένας κι ἕνα ἀξίωμα σὰν τὸ πουλὶ μὲς στὸ κλουβί του.
Τὸ βροχερὸ φθινόπωρο σ᾿ αὐτὴ τὴ γούβα
κακοφορμίζει τὴν πληγὴ τοῦ καθενός μας
ἢ αὐτὸ ποὺ θὰ ᾿λεγες ἀλλιῶς, νέμεση μοίρα
ἢ μοναχὰ κακὲς συνήθειες, δόλο καὶ ἀπάτη,
ἢ ἀκόμη ἰδιοτέλεια νὰ καρπωθεῖς τὸ αἷμα τῶν ἄλλων.
Εὔκολα τρίβεται ὁ ἄνθρωπος μὲς στοὺς πολέμους
·
ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακός, ἕνα δεμάτι χόρτο
·
χείλια καὶ δάχτυλα ποὺ λαχταροῦν ἕνα ἄσπρο στῆθος
μάτια ποὺ μισοκλείνουν στὸ λαμπύρισμα τῆς μέρας
καὶ πόδια ποὺ θὰ τρέχανε, κι ἂς εἶναι τόσο κουρασμένα,
στὸ παραμικρὸ σφύριγμα τοῦ κέρδους.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακὸς καὶ διψασμένος σὰν τὸ χόρτο,
ἄπληστος σὰν τὸ χόρτο, ρίζες τὰ νεῦρα του κι ἀπλώνουν
·
σὰν ἔρθει ὁ θέρος
προτιμᾶ νὰ σφυρίξουν τὰ δρεπάνια στ᾿ ἄλλο χωράφι
·
σὰν ἔρθει ὁ θέρος
ἄλλοι φωνάζουνε γιὰ νὰ ξορκίσουν τὸ δαιμονικὸ
ἄλλοι μπερδεύουνται μὲς στ᾿ ἀγαθά τους, ἄλλοι ρητο-
         ρεύουν.
Ἀλλὰ τὰ ξόρκια τ᾿ ἀγαθὰ τὶς ρητορεῖες,
σὰν εἶναι οἱ ζωντανοὶ μακριά, τί θὰ τὰ κάνεις;
Μήπως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄλλο πράγμα;
Μὴν εἶναι αὐτὸ ποὺ μεταδίνει τὴ ζωή;
Καιρὸς τοῦ σπείρειν, καιρὸς τοῦ θερίζειν.

Πάλι τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια, θὰ μοῦ πεῖς, φίλε.
Ὅμως τὴ σκέψη τοῦ πρόσφυγα τὴ σκέψη τοῦ αἰχμάλωτου
         τὴ σκέψη
τοῦ ἀνθρώπου σὰν κατάντησε κι αὐτὸς πραμάτεια
δοκίμασε νὰ τὴν ἀλλάξεις, δὲν μπορεῖς.
Ἴσως καὶ νὰ ᾿θελε νὰ μείνει βασιλιὰς ἀνθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις ποὺ κανεὶς δὲν ἀγοράζει,
νὰ σεργιανᾶ μέσα σὲ κάμπους ἀγαπάνθων
ν᾿ ἀκούει τὰ τουμπελέκια κάτω ἀπ᾿ τὸ δέντρο τοῦ μπαμποῦ,
καθὼς χορεύουν οἱ αὐλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Ὅμως ὁ τόπος ποὺ τὸν πελεκοῦν καὶ ποὺ τὸν καῖνε σὰν
         τὸ πεῦκο, καὶ τὸν βλέπεις
εἴτε στὸ σκοτεινὸ βαγόνι, χωρὶς νερό, σπασμένα τζάμια,
         νύχτες καὶ νύχτες
εἴτε στὸ πυρωμένο πλοῖο ποὺ θὰ βουλιάξει καθὼς τὸ δεί-
         χνουν οἱ στατιστικές,
ἐτοῦτα ρίζωσαν μὲς στὸ μυαλὸ καὶ δὲν ἀλλάζουν
ἐτοῦτα φύτεψαν εἰκόνες ἴδιες με τὰ δέντρα ἐκεῖνα
ποὺ ρίχνουν τὰ κλωνάρια τους μὲς στὰ παρθένα δάση
κι αὐτὰ καρφώνουνται στὸ χῶμα καὶ ξαναφυτρώνουν
·
ρίχνουν κλωνάρια καὶ ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεῦγες καὶ λεῦγες
·
ἕνα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων τὸ μυαλό μας.
Κι ἂ σου μιλῶ μὲ παραμύθια καὶ παραβολὲς
εἶναι γιατὶ τ᾿ ἀκοῦς γλυκότερα, κι ἡ φρίκη
δὲν κουβεντιάζεται γιατὶ εἶναι ζωντανὴ
γιατὶ εἶναι ἀμίλητη καὶ προχωράει
·
στάζει τὴ μέρα, στάζει στὸν ὕπνο
μνησιπήμων πόνος.

Νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες: ὁ Μιχάλης
ποὺ ἔφυγε μ᾿ ἀνοιχτὲς πληγὲς ἀπ᾿ τὸ νοσοκομεῖο
ἴσως μιλοῦσε γιὰ ἥρωες ὅταν, τὴ νύχτα ἐκείνη
ποὺ ἔσερνε τὸ ποδάρι του μὲς στὴ συσκοτισμένη πολιτεία,
οὔρλιαζε ψηλαφώντας τὸν πόνο μας
· «Στὰ σκοτεινὰ
πηγαίνουμε, στὰ σκοτεινὰ προχωροῦμε...»
Οἱ ἥρωες προχωροῦν στὰ σκοτεινά.

Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ᾿ ἀρέσουν.


                                                              Cava dei Tirreni, 5  Ὀκτωβρίου ᾿44




Γιώργος Σεφέρης, «ΠΟΙΗΜΑΤΑ»,  εικοστή  έκδοση, Ίκαρος 2000
(Το ποίημα είναι από τη συλλογή «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Β΄»)

Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

Κάρολος Μπωντλαίρ, "Το άλμπατρος"




Το άλμπατρος


Πολλές φορές οι ναυτικοί, την ώρα να περνάνε,
πιάνουνε τ’ άλμπατρος – πουλιά της θάλασσας τρανά –
που ράθυμα, σαν σύντροφοι του ταξιδιού, ακλουθάνε
το πλοίο που μες στα βάραθρα γλιστράει, τα πικρά.

Μα μόλις σκλαβωμένα εκεί στην κουπαστή τα δέσουν,
οι βασιλιάδες τ’ ουρανού, σκυφτοί κι άχαροι πια,
τ’ άσπρα μεγάλα τους φτερά τ’ αφήνουνε να πέσουν
και στα πλευρά τους θλιβερά να σέρνονται κουπιά.

Αυτά που ’ναι τόσο όμορφα, τα σύννεφα όταν σκίζουν,
πως είναι τώρα κωμικά κι άσχημα και δειλά!
Άλλοι με πίπες αναφτές τα ράμφη τούς κεντρίζουν,
κι άλλοι πηδάνε σαν κουτσοί, κοροϊδευτικά.

Μ’ αυτούς τους νεφοπρίγκιπες κι ο Ποιητής πώς μοιάζει!
Δεν σκιάζεται τις σαϊτιές, τις θύελλες αψηφά
·
μα ξένος μες στον κόσμο αυτόν που γύρω του χουγιάζει,
σκοντάφτει απ’ τα γιγάντια του φτερά σαν περπατά.



Μτφρ. Γ. Σημηριώτης





Από την ποιητική συλλογή «ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ», γράμματα 1991
Τίτλος πρωτοτύπου: Les Fleurs du Mal, 1861

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013

Μαξ Ζακόμπ, "Η οδός Ραβινιά"


Amadeo Clemente Modigliani, Max Jacob (1916)
Oil on canvas, 73 x 60 cm


Η ΟΔΟΣ ΡΑΒΙΝΙΑ


"Κανένας δεν κολυμπάει δυο φορές στο ίδιο ποτάμι", έλεγε ο φιλόσοφος Ηράκλειτος. Κι όμως είναι πάντα οι ίδιοι που ανεβαίνουν πάλι! Στις ίδιες ώρες περνάνε χαρούμενοι ή λυπημένοι. Εσείς όλοι, διαβάτες της οδού Ραβινιά, σας έχω δώσει ονόματα πεθαμένων της Ιστορίας! Να ο Αγαμέμνων! να η Δις Χάνσκα! ο Οδυσσέας είναι γαλατάς! Ο Πάτροκλος είναι κάτω στο δρόμο, ενώ κάποιος Φαραώ βρίσκεται δίπλα μου. Ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης είναι οι κυρίες του πέμπτου πατώματος. Αλλά εσένα, γέροντα ρακοσυλλέκτη, εσένα που, στο μαγικό πρωινό, έρχεσαι να πάρεις τα συντρίμμια: ακόμα ζωντανά, όταν σβήνω τη βαριά καλή μου λάμπα, εσένα που δε σε ξέρω φτωχέ κι όλο μυστήριο ρακοσυλλέκτη, εσένα, ρακοσυλλέκτη, σε ονομάζω μ’ ένα όνομα ένδοξο κι ευγενικό, σε λέω Ντοστογιέφσκι.



Μτφρ. Τάσος Κόρφης




Από το βιβλίο "Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα",
ανθολόγηση Μαρία Λαϊνά,

εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2007.

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Γιάννης Υφαντής, "Απ' τα τακούνια τόσων γυναικών"




ΑΠ ΤΑ ΤΑΚΟΥΝΙΑ ΤΟΣΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Εσύ στυλάτο IBIZA δεν έζησες τη δόξα των τριάντα χρόνων μου ώς σαράντα.
Εσύ γνώρισες μόνο την πανέμορφη Αριάδνη.

Όμως εσύ παλιό μου FIAT 127
εσύ και τι δεν άκουσες, και τι δεν είδες.

Σύμπαν μικρό πού σ’ έλειωσαν οι τόσοι στεναγμοί της ευφροσύνης
που σε ξεβίδωσαν κουνήματα γλυκά· που σε σμπαράλιασαν
οι άγριοι σεισμοί των οργασμών.
Και τ’ ουρανού σου από μέσα η οροφή πως αχρηστεύτηκε,
απ τα τακούνια τόσων γυναικών.




Από την ενότητα "ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ"
που περιλαμβάνεται στη συλλογή "ΕΡΩΣ ΑΝΙΚΑΤΕ ΜΑΧΑΝ", Μελάνι 2004

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

Ζωή Καρέλλη, "Tο πορτοκάλι ή χρυσόμηλον"




Το πορτοκάλι ή χρυσόμηλον


Όταν μένεις βαρύθυμος:

σκέψου ένα πορτοκάλι.
το βέβαιο, καθαρό του σχήμα,
τον πυκνό φλοιό, μα πιο πολύ
το ζωντανό του χρώμα, απερίσπαστο.

Ίσως μπορέσεις τότε να συλλογιστείς,
ίσως και να πιστέψεις
πως ο καρπός αυτός, αληθινά
είναι του ήλιου προσφορά.

Κι όταν τ’ ανοίξεις, την γεωμετρική του τάξη
θ’ αντιληφθείς, χυμώδη, κρυσταλλώδη.

Θυμούμαι ένα πρωινό τού φθινοπώρου
και μια μαούνα μαύρη
απ’ την πολυκαιρία στα νερά·
στο μώλο ήταν δεμένη,
με πορτοκάλια φορτωμένη χαρωπά,
ανάκατα ριχμένα, άφθονα,
φερμένα από ηλιόλουστα ακρογιάλια και νησιά.

Στον κόλπο της Θεσσαλονίκης,
η θάλασσά μας ήταν τη μέρα εκείνη,
πράσινη και σταχτιά, ακίνητη βαριά,
όμως τα πορτοκάλια μέναν νικηφόρα
και νεανικά.



Από τη συλλογή «Ημερολόγιο 1955-1973»

Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

Γιάννης Δάλλας, "Διαβατήρια"


Marc Charles Gabriel Gleyre, "Pentheus, pursued by the Maenaden"


8

  Ανάμεσα στην «Τρίτη» του Μάλερ
  και τη σεληνιασμένη Αγαύη
  κύλησε κι αυτό το καλοκαίρι
  κατρακύλησε μες στις κατηφοριές της μνήμης
  σαν το κεφάλι του άμοιρου Πενθέα
  πριν καρφωθεί επάνω στο κοντάρι
  κι ένα τρομπόνι απ’ την ρωμαϊκή αρένα
  ανηφόριζε και σπάραζε τη νύχτα

  Ποια μουσική με τα ξυλόφωνα των κούφιων κεραυνών του
  μου σκευωρεί ο ερχόμενος χειμώνας;




Gustav Mahler – Symphony No 3 in D minor




19

     Νύχτα αυγουστιάτικη με δυο φεγγάρια και δυο αγάπες
     με τη μισή ψυχή σου να γλιστρά στο έρεβος

     Τροβαδούρε της νύχτας τι φαντάστηκες
     το χάδι της σαν την ουρά ενός κομήτη
     τραβάς εδώ κι εκεί σαν σε παρέκκλιση
     σαν μια αγάπη που την καταχράστηκες

     Κλείσε τον διακόπτη του ήλιου  Αποκοιμήθηκες
     πάνω στην αλεξανδρινή σου αστρονομία




34

ΦΙΟΡΗ

Μέρα τη μέρα πιο πολύ
εγκάτοικος του μωβ που ολοβαθαίνει
είπα αναλώθηκα
με δύο ολάνοιχτους καρπούς
και μια βιολέττα που άρχισε δειλά
να ηλιοτροπίζει
είπα ψυχή μου δικαιώθηκα

Μα να! ξανάνοιξε η αυλαία κι άκουσα
καινούργια αράγιστη φωνή κι ανάμεσα
απ’ τα πορτοκαλάνθια και τα κύματα
τις δυο πατρίδες πρόβαλε η μορφή
− κόμη της καστανιάς και πάτημα δορκάδος −
γραμμές της Αττικής στο σκίρτημά της
ένα κομμάτι Αιγαίου μες στο βλέμμα της
το βλέμμα της γελά και πεισματώνει
σοβαρή Χάρις

Παιδί που τ’ όνομά σου λουλουδίζει
τα γέλια του φλωρεντινά κωνσταντινάτα
φιλάργυρα τα γέλια
και τα λόγια σου
φιλοδωρήματα μιας σκέψης που ωριμάζει





Από τη συλλογή «Αποθέτης», β'  έκδοση, Γαβριηλίδης, 2005.

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, "Ο κάμεραμαν"




    Ο ΚΑΜΕΡΑΜΑΝ

                                        Στη Νίκη από τη Σαμοθράκη

Κάποιες φορές που το καλοκαίρι ντύνεται το φθινόπωρό του, παίρνω στον ώμο μια κάμερα κι ακολουθώ τον ποιητή. Βαδίζει μέσα στον κόσμο ευθυτενής, αρχοντικός, καλοσυνάτος. Δεν βλέπω πρόσωπα στο πλήθος, μήτε κεφάλια, μήτε πλάτες. Μόνο χέρια που παραμερίζουν για να περάσει εκείνος. Αν πατήσω παύση, τα χέρια θα γίνουν λουλούδια λίγο ακριβώς πριν πέσουν με κρότους ιαχών πάνω στα μαλλιά και στους ώμους του. Συνεχίζω να τον ακολουθώ απολαμβάνοντας λίγο απ’ το παρασκήνιο της αίγλης του. Στο κέντρο της εστίασής μου, σταθερά, η καλοντυμένη πλάτη, τα μπρούντζινα μαλλιά και κάποιες γωνίες του προσώπου απ’ όπου ξεχειλίζει το στωικό του χαμόγελο όπως ξεχειλίζει το κρασί απ’ την κανάτα μιας γκαρσόνας που άκουσε μιαν απρόσμενα εύηχη φιλοφρόνηση. Ξαφνικά σταματάνε όλα: οι κινήσεις, οι ιαχές, τα λουλούδια στον αέρα. Μόνον εκείνος κινείται. Γυρνάει στους συντρόφους του και απαγγέλει κάτι μακροσκελές και δύσληπτο. Αδυνατώ να το συγκρατήσω λόγω των απαιτήσεων της εργασίας μου. Αυτό που εκλαμβάνω όμως από το πλήθος είναι μια αμηχανία απαλή σαν ομίχλη. Μια αμηχανία όμοια με του κουταβιού που του μιλάει ένας άνθρωπος κι εκείνο τον κοιτάζει πλαγιάζοντας στον αέρα το κεφάλι του προσπαθώντας να τον καταλάβει. Ο ποιητής σ’ αυτήν την περίσταση απαντά άμεσα μ’ ένα απροκάλυπτα ευγενικό χαμόγελο κατανόησης που η καλοσύνη του φωτίζει άξαφνα τα πρόσωπα όλων των παρευρισκομένων αποκαλύπτοντας την καταγωγή και τον πολιτισμό τους. Το φως καταπίνει για λίγο τον πρωταγωνιστή μου αναγκάζοντας με να κάνω τις αναγκαίες ρυθμίσεις στην κάμερα. Τότε οι κινήσεις του γίνονται κινήσεις πεπρωμένου, θαρρείς αρχαίου δράματος που οδεύει στην λύση του. Πηγαίνει ατάραχος σε μία γωνία κι αρχίζει να γδύνεται κρεμώντας τα μέρη του ακριβού κουστουμιού του στα καρφιά του τοίχου ιεροτελεστικά: Λίγη θάλασσα, ένα σύννεφο, το βλοσυρό φύλλωμα ενός δέντρου, δυο κοσμήματα με βράχους, δίνοντας έτσι ταυτότητα στον χώρο. Μένει μόνο μ’ ένα αρχαιοπρεπές περικάλυμμα μέσης. Μου κάνει νεύμα. Αφήνω την κάμερα και τον βοηθάω να ταιριάξει πάνω του τον χιτώνα και την μακριά χλαμύδα της χλαλοής. Μου το ανταποδίδει βοηθώντας και μένα ν’ αλλάξω· περιμένει να οπλίσω την κάμερα και χωρίς να ξανακοιτάξει στο πλήθος βαδίζει προς την αυλαία που βρίσκεται λίγο πιο δίπλα. Την παραμερίζει και μπαίνουμε σ’ ένα αρχαίο θέατρο. Εκεί περιμένουν άλλοι ποιητές. Με γένια και μαλλιά στο χρώμα του χαλκού, του ασημιού ή της πλατίνας, με χέρια χρυσά ή μαρμάρινα. Είναι ντυμένοι όπως αρμόζει στην περίσταση. Μας καλωσορίζουν. Κουβεντιάζουμε για λίγο ήσυχα. Ξαφνικά σιγή. Πάμε όλοι στις θέσεις μας όπως οι λέξεις στους στίχους μιας επίκλησης. Τα φώτα σβήνουν. Αποθέτω την κάμερα στο πλάι. Ακούγεται φλοίσβος κυμάτων και νεφών. Η παράσταση αρχίζει.



Από τη συλλογή "FUROR SCRIBENDI", εκδ. Ars Poetica 2013
(Η φωτογραφία είναι από την εκπομπή "Παρασκήνιο" της ΕΡΤ)