Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Μαρία Κέντρου - Αγαθοπούλου, "Άτιτλο"

   
(Γ. Γαΐτης, "Μοτοσικλετιστής", 1967)


Οι ποιήτριες όταν σκύβουν πάνω από τον τέντζερη
με μια ξύλινη κουτάλα ανακατεύουν προσεχτικά τον πυθμένα
του κόσμου και βγάζουν πράγματα πολύτιμα λαμπερά
ύστερα τα κρύβουν μέσα σε κάτι παμπάλαια μαξιλάρια
και τις μεγάλες γιορτές ή στους γάμους και τα βαφτίσια
καρφιτσώνουν στο στήθος τους τα τιμαλφή ποιήματα
και οι γειτόνισσες λένε τι ωραία που είναι
πού τα βρήκατε
και οι ποιήτριες εξηγούν
να όταν ξαπλώνουν κάτω απ’ το κρεβάτι
για να μαζέψουν τις σκόνες τις αράχνες και τα μαμούνια
εκεί τα βρίσκουν τα ποιήματα γιατί πολλές φορές
τις παίρνει κομμάτι ο ύπνος -δηλαδή κάτω απ’ το κρεβάτι-
και καθώς λαγοκοιμούνται βέβαια ονειρεύονται λόγια
λέξεις λάβρες λαγούτα λαβύρινθους λαγκαδιές λαιμητόμους
λαλάρια λαλούμενα λαμνοκόπους λαμπηδόνες λασπουριές
έτσι λένε αυτές οι λαθρόβιες οι λάου λάου ποιήτριες



Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Παρατηρητής" Τεύχος 2 (Σεπτέμβρης 1987)

Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Νάνος Βαλαωρίτης, "Από τον δωδεκάλογο του άστεγου"



Από τον Δωδεκάλογο του άστεγου


3. Δεν θέλω λεφτά, συμπόνοια, λύπη
δεν θέλω περιφρόνηση - μάλλον
επιθυμώ να προκαλώ αηδία
να με σιχαίνονται και να με αποφεύγουν
να κάνω οτιδήποτε να με ξεφορτωθούν
τους εκνευρίζει το θέαμα της απλησιάς
τα βρώμικα ρούχα που φοράω
η μυρωδιά που αποπέμπω
είμαι ένας αποδιοπομπαίος τράγος
το περίσσευμα του καπιταλιστικού θαύματος
το σκουπίδι της πλουτοκρατίας
το φαρμακερό μανιτάρι του πλεονάσματος
με τρέφουν για να κοιμηθούν ήσυχοι
τις νύχτες χωρίς εφιάλτες και κακά
προμηνύματα -όταν και αν
γκρεμιστεί το οικοδόμημα θα 'ναι
όλοι σαν εμένα - μα εγώ θα
επιζήσω- έτσι κωλοπετσωμένος
που είμαι- οι αχαμνοί θα χαθούνε.





Από την ποιητική συλλογή "Άστεγος ο Μέγας", Ύψιλον 2004.

Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, "Πάρθεν"




ΠΑΡΘΕΝ


Αυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά
· δικά μας, Γραικικά.

Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την
· πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιληάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την
· πήραν την Σαλονίκη.

Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρυνών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.

Μα αλοίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλν’ αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς να βάι εμάς, η Pωμανία πάρθεν».


[1921]

Οδυσσέας Ελύτης, "Θάνατος και ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου"


ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ

Ι

Ἔτσι καθὼς ἐστέκονταν    ὀρθὸς μπροστὰ στὴν Πύλη κι ἄπαρτος μὲς στὴ λύπη του

Μακριὰ τοῦ κόσμου ποὺ ἡ ψυχή του γύρευε νὰ λογαριάσει στὸ φάρδος Παραδείσου    Καὶ σκληρὸς πιὸ κι ἀπ τὴν πέτρα ποὺ δὲν τὸν εἴχανε κοιτάξει τρυφερὰ ποτὲ – κάποτε τὰ στραβὰ δόντια του ἄσπριζαν παράξενα

Κι ὅπως περνοῦσε μὲ τὸ βλέμμα του λίγο πιὸ πάνω ἀπ τοὺς ἀνθρώπους    κι ἔβγανε ἀπ’ ὅλους Ἔναν    ποὺ τοῦ χαμογελοῦσε    τὸν Ἀληθινόν    ποὺ ὁ χάρος δὲν τὸν ἔπιανε

Πρόσεχε νὰ προφέρει καθαρὰ τὴ λέξη θάλασσα ἔτσι ποὺ νὰ γυαλίσουν μέσα της ὅλα τὰ δελφίνια    Κι ἡ ἐρημιὰ πολλὴ ποὺ νὰ χωρᾶ ὁ Θεός    κι ἡ κάθε μιὰ σταγόνα σταθερὴ στὸν ἥλιο ν᾿ ἀνεβαίνει

Νέος ἀκόμα εἶχε δεῖ στοὺς ὤμους τῶν μεγάλων τὰ χρυσὰ νὰ λάμπουν καὶ νὰ φεύγουν    Καὶ μιὰ νύχτα θυμᾶται σ’ ὥρα μεγάλης τρικυμίας βόγκηξε λαιμός τοῦ πόντου τόσο ποὺ θολώθη    μὰ δὲν ἔστερξε νὰ τοῦ σταθεῖ

Βαρὺς κόσμος νὰ τὸν ζήσεις ὅμως γιὰ λίγη περηφάνια τὸ ἄξιζε.


II

Θεέ μου καὶ τώρα τι    Πού ’χε μὲ χίλιους νὰ παλέψει    χώρια μὲ τὴ μοναξιά του    ποιος    αὐτός πού ’ξερε μ’ ἕνα λόγο του νὰ δώσει ὁλάκερης τῆς γῆς νὰ ξεδιψάσει    τι

Ποὺ ὅλα του τά ’χαν πάρει    Καὶ τὰ πέδιλά του τὰ σταυροδετὰ καὶ τὸ τρικράνι του τὸ μυτερὸ καὶ τὸ τοιχίο ποὺ καβαλοῦσε κάθε ἀπομεσήμερο νὰ κρατάει τὰ γκέμια ἐνάντια στὸν καιρὸ σὰν ζόρικο καὶ πηδηχτὸ βαρκάκι

Καὶ μία φούχτα λουίζα    ποὺ τὴν εἶχε τρίψει στὰ μάγουλα ἑνὸς κοριτσιοῦ     μεσάνυχτα    νὰ τὸ φιλήσει    (πῶς κουρναλίζαν τὰ νερά τοῦ φεγγαριοῦ στὰ πέτρινα τὰ σκαλοπάτια τρεῖς γκρεμοὺς πάνω ἀπ τὴ θάλασσα…)

Μεσημέρι ἀπὸ νύχτα    Καὶ μήτ’ ἕνας πλάι του    Μονάχα οἱ λέξεις του οἱ πιστὲς πού ’σμιγαν ὅλα τους τὰ χρώματα ν᾿ ἀφήσουν μὲς στὸ χέρι του μιὰ λόγχη ἀπὸ ἄσπρο φῶς

Καὶ ἀντίκρυ    σ᾿ ὅλο τῶν τειχῶν τὸ μάκρος    μυρμηκιὰ οἱ χυμένες μὲς στὸ γύψο κεφαλὲς ὅσο ἔπαιρνε τὸ μάτι του

«Μεσημέρι ἀπὸ νύχτα – ὅλ᾿ ἡ ζωὴ μία λάμψη!»    φώναξε κι ὅρμησε μὲς στὸ σωρό    σύρνοντας πίσω του χρυσὴ γραμμὴ ἀτελεύτητη

Καὶ ἀμέσως ἔνιωσε    ξεκινημένη ἀπὸ μακριά    ἡ στερνὴ χλωμάδα νὰ τὸν κυριεύει.


III

Τώρα    καθὼς τοῦ ἥλιου ἡ φτερωτὴ ὁλοένα γυρνοῦσε καὶ πιὸ γρήγορα    οἱ αὐλὲς βουτοῦσαν μέσα στὸ χειμώνα κι ἔβγαιναν πάλι κατακόκκινες ἀπ᾿ τὰ γεράνια

Κι οἱ μικροὶ δροσεροὶ τροῦλοι ὅμοια μέδουσες γαλάζιες ἔφταναν κάθε φορὰ καὶ πιὸ ψηλὰ στ᾿ ἀσήμια ποὺ τὰ ψιλοδούλευε ὁ ἀγέρας γι᾿ ἄλλων καιρών    πιὸ μακρινῶν    τὸ εἰκόνισμα

Κόρες παρθένες    φέγγοντας ἡ ἀγκαλιὰ τους ἕνα θερινὸ ξημέρωμα φρέσκα βαγιόφυλλα καὶ τῆς μυρσίνης τῆς ξεριζωμένης τῶν βυθῶν σταλάζοντας ἰώδιο    τὰ κλωνάρια

Τοῦ φερναν    Ἐνῶ κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια του ἄκουγε    στὴ μεγάλη καταβόθρα νὰ καταποντίζονται    πλῶρες μαύρων καραβιῶν    τ᾿ἀρχαῖα καὶ καπνισμένα ξύλα    ὄθε    μὲ στυλωμένο μάτι ὀρθὲς ἀκόμη Θεομήτορες ἐπιτιμούσανε

Ἀναποδογυρισμένα στὶς χωματερὲς ἀλόγατα    σωρὸς τὰ χτίσματα μικρὰ μεγάλα        θρουβαλιασμὸς καὶ σκόνης ἄναμμα μὲς στὸν ἀέρα

Πάντοτε μὲ μιὰ λέξη μὲς στὰ δόντια του    ἄσπαστη    κειτάμενος

Αὐτὸς
ὁ τελευταῖος Ἕλληνας!
1969


Από την ποιητική συλλογή «ΤΑ ΕΤΕΡΟΘΑΛΗ»

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Ιγνάτης Χουβαρδάς, "Γράμμα στον Ράφαελ Ναδάλ"



Γράμμα στον Ράφαελ Ναδάλ

-Σημασία έχει να κρατάς τη ρακέτα σταθερά, είπε ο θείος στο μικρό μελαχρινό αγόρι
κι εσύ Ράφαελ λούφαξες σε μια σκιά δέντρου που σου έβαζε ερωτήματα περισσότερα από τις απαντήσεις που είχες
για τις ηλιόλουστες γειτονιές στο Μανακόρ, με τις πλυμένες μπουγάδες στα παράθυρα
και τη στοργή των φίλων σου πίσω από το τόπι που κλωτσούσατε ακούραστα
μπερδεύοντας τη γεύση των φρούτων με τις κινήσεις των κοριτσιών, τα χρώματα με τα αρώματα,
τα ονόματα των οδών με το χαμόγελο της θάλασσας.

-Αν την κρατήσω τη ρακέτα από δεξιά ή καλύτερα με τα δύο χέρια, είπες, το φθινόπωρο τα φύλλα κιτρινίζουν,
το χειμώνα ο ήλιος με φοβίζει λίγο και περιμένω με αδημονία τις πρώτες αμυγδαλιές,
γιατί στο βλέμμα της θάλασσας η μάνα μου γίνεται μέδουσα
κι όπως με αγγίζει σαν τσουκνίδα, μου μαθαίνει να υποκλίνομαι στη σοφία των καλλιτεχνών
και στα βάσανα των γερόντων.
Αλλά θείε, ναι σωστά δείχνεις, με το αριστερό χέρι όταν κραδαίνω τη ρακέτα, ξαφνικά το φθινόπωρο ζαλίζεται
κι ο χειμώνας μοιάζει μεθυσμένος από το ρακί του ήλιου και τα κορίτσια κουβαλάν στους ώμους κουβάδες με άπλυτα ρούχα και τα απλώνουν στις κεφαλόβρυσες στα ορεινά των χωριών,
τι ωραίες γιρλάντες στη φωνή τους και οι γάμπες τους μοιάζουν πιο λευκές, ολόλευκες.

Κι όσο κυλούσαν οι μέρες Ράφαελ, ανακάλυπτες πως το βλέμμα αλλάζει όχι μόνο γιατί μετατόπιζες το κέντρο βάρους στα αριστερά αλλά και γιατί η λαβή της ρακέτας γινόταν ολοένα πιο αλλόκοτη, πιο σκοτεινή, πιο υπόγεια, με τέτοια καμπούρα που ξαφνικά τη σήκωνες και πετούσες πυροτεχνήματα -ω ναι, τα κίτρινα μπαλάκια έμοιαζαν να τρελλαίνονται, χόρευαν σε φιγούρες πρωτόγνωρες, κοιτούσαν το είδωλο του κόσμου αντίστροφα, λέγαν βράδυ κι εμφανίζονταν ένα ηλιόλουστο καράβι, ψαύαν μια πέτρα και γίνονταν ελάφι, πετούσαν το χνούδι τους στο χώμα κι αναδύονταν ένα θηλυκό βλέμμα. Ο ουρανός κατηφόριζε απότομα, γεμάτος σπίλους από ανάποδα φάλτσα.

΄Οταν πάλι σερβίρεις Ράφαελ, τι να πω πάλι, φόρτωσες παραισθήσεις στην ταχύτητα της μπάλας, ζάλισες τη νοερή εικόνα της υποδοχής, έντυσες το δηλητήριο  του φιδιού με παιδικές φιοριτούρες και αψέντι.

Ω Ράφα, η μπάλα γέμισε θηλυκές περιστροφές, κάθε σου κίνηση είναι μια ζωγραφιά της Αναγέννησης. Να είσαι γερός Ράφαελ Ναδάλ κι όσο γίνεται να αργήσει πιο πολύ, η μέρα που θα αποσυρθείς από τα γήπεδα.



Το ποίημα του Ιγνάτη Χουβαρδά: "Γράμμα στον Ράφαελ Ναδάλ", δημοσιεύεται για πρώτη φορά.

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Ερρίκος Μπελιές, "Τα μαλακά έτη των συναισθημάτων"




Τα μαλακά έτη των συναισθημάτων


Όπως το σώμα που με τον πρώτο ήχο του ξυπνητηριού
εκτοπίζει τον ύπνο αποκρυπτογραφείται και τέλος
φτάνει στην εγρήγορση την κίνηση τη συνειδητοποίηση

Ή όπως ο Σολομών που κατάφερε να γράψει το 'Ασμα του
με τη βοήθεια εφτακοσίων παλλακίδων που σημαίνει
ότι τουλάχιστον τόσες φορές ανανεώθηκε κι ευχαριστήθηκε

Έτσι και τα κουμπιά σφίγγονται και τελικά ανοίγουν

Χραπ το φούσκωμα του σώματος εν εκστάσει
Χρατς το ξεχείλισμα του πτώματος εν τυμπανισμώ

Γι’ αυτό θεωρώ επικατάρατους τους απελεύθερους.

Και χαίρομαι τις γενεσιουργούς επαναλήψεις
όπως το γδύσιμο και η προαιώνια ωραία πράξη
δεητικός περιμένοντας τη συναίνεση των άλλων

Μελετώντας την άθροιση των φωτοσκιάσεων στα σώματα
τις καμπύλες σαν πρωτόγραμμα σε παλαιότατο ειλητάριο
τους κουμπέδες τους μιναρέδες και τις εσωτερικές αυλές

Γιατί η ομορφιά μια αρμονία λαθών που παρασύρει

Σε παντομίμες και εικονοπαραστήματα προσωρινά
που θεώνται τα συνοπτικά τους είδωλα και υπεκφεύγουν

Το σώμα κάτι προσπαθεί να εννοήσει πριν ξεπέσει.





Από τη συλλογή «Το Διακεκριμένο Σώμα», Οδυσσέας 1982

Σάββατο 25 Μαΐου 2013

Ηλίας Λάγιος, "Παντουμάκι"


ΠΑΝΤΟΥΜΑΚΙ

Ανάβει το φως μες στην διάφανη ημέρα
το φως που ακουμπά σ’ έναν κόσμο σκοτάδι
καθώς κυβερνάς στην σιγή ατμοσφαίρα
γλυκό λαμπυρίζει του πόθου το λάδι.

Το φως που ακουμπά σ’ έναν κόσμο σκοτάδι
γλιστρά στου ψαριού σου κορμιού την σελήνη
γλυκά λαμπυρίζει του πόθου το λάδι.
κι η νύχτα που αυξάνει την ζώνη σού λύνει.

Γλιστρά στου ψαριού σου κορμιού την σελήνη
το χέρι τ’ απλό που διαβάζει την ύλη
κι η νύχτα που αυξάνει την ζώνη σού λύνει
σ’ αφήνει στου κοίλου σπασμού την καμπύλη.

Το χέρι τ’ απλό που διαβάζει την ύλη
διδάσκει στον νου το τερπνό μεσημέρι
σ’ αφήνει στου κοίλου σπασμού την καμπύλη
ν’ ανθίζεις της πίκρας το ελάχιστο αστέρι.

Διδάσκει στον νου το τερπνό μεσημέρι
καθώς κυβερνάς στην σιγή ατμοσφαίρα
ν’ ανθίζεις της πίκρας το ελάχιστο αστέρι
ανάβει το φως μες στην διάφανη ημέρα.



Από την ποιητική συλλογή: «Το βιβλίο της Μαριάννας»,
ΙΚΑΡΟΣ, α΄ έκδοση 1993, β΄ έκδοση 2007

Σημείωση: Το βιβλίο είναι τυπωμένο με το πολυτονικό σύστημα
και η λέξη «ανθίζεις» (12ος και 15ος στίχος) στη λήγουσά της,
είναι γραμμένη με ήτα και υπογεγραμμένη.

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Νίκος Καββαδίας, "Ένα αθησαύριστο ποίημα"



Στίχοι για τη ζωγραφική σου

                                      La main de l’ homme est dans la
                                       pierre et tire un Aigle de sa nuit
                                                                         S. J. Perse


Παλεύουν, λευτερώνονται, σκλαβώνονται και
πάντα παλεύουν. Τα χέρια. Αναστρέφει o
Τροχός την εισβολή. Γίνεται άρμα. Λυτρώνεται
το νερό από το φράγμα και γράφει Μαιάνδρους
ακόμα και στα ποτάμια των Αντιπόδων.
Ρυτιδώνεται η μούχλα που σκεπάζει την υποψία
στο Υδραγωγείο των Μυκηνών. Στη Βύβλο, η ώρα
ονειρεύεται. Οι ακραίοι φρουροί, όταν συναντώνται
συνεργούν. Δε μας τρομάζουν. Ο ένας, ο μοναχός
είναι του φόβου. Μινώταυρος  και συλλογάται.

Το καράβι της Ουρ στενάζει πάνω στις πέτρινες
ρόδες του, καθώς λευτερώνεται από το λίκνο
του για το μεγάλο στεριανό ταξίδι και
κλυδωνίζεται μέσα σε δάση, πάνω σε βουνά,
αλλάζει χρώμα μπροστά σε κάθε ρεματιά,
ισκιώνει και ξαφνιάζει τον Ευφράτη, στολίζει
τον Τίγρη, ώσπου τινάζοντας
τα χρώματα και τα κάθε λογής φυτά, που το
σκεπάζουν, παγιδεύεται από τη θάλασσα, τις
πολλές θάλασσες. Τη μια.

Οι αυστηρές Αλετρίδες κινούν τους ξύλινους μοχλούς
των αρότρων, για να τα οδηγήσουν στα κράσπεδα
του Αταβύρου όπου τα μεγάλα λιθάρια θα παιδέψουν
το ξανθό σιτάρι για το αλεύρι του πρώτου ψωμιού
Άρτος, όχι για όλα τα στόματα.

Πού πρωτόδα τούτα τα δίχτυα; Ναί, θυμάμαι.
τα ξέμπλεκαν κοντοί νησιώτες. Λοξομάτηδες.
Όλοι μαζί τα τινάζαν, τα πετούσαν τ’ αψήλου
και τ’ άφηναν να πέσουν καταγής. Το
ίδιο είδα να κάνουν και σε κεφαλλονίτικα ψαροχώρια.
Στο Φισκάρδο. Στην Άσσο. Λυπήσου εκείνους που
δεν ονειρεύονται.
Τούτα τα δίχτυα δεν είναι δύσκολο να τα
νετάρεις. Με λίγη γνώση. Ένα ψίχουλο.
Φτάνει να ξέρεις να μετράς τα δάχτυλά σου,
ξαναρχίζοντας από τα τελευταία στα πρώτα.
Και πίστη. Ένα κλωνί.




Πηγή: Νίκος ΚαββαδίαςΤο ημερολόγιο ενός τιμονιέρη, εκδ. Αγρα, 2005.
(Το ποίημα παρατίθεται όπως γράφτηκε επάνω στην πρόσκληση της έκθεσης ζωγραφικής της Σόνιας Κυπαρίσση, στις 6/3/1971. (σελ. 139 του βιβλίου).


ΞΕΜΠΑΡΚΟΙ – ΠΟΥΣΙ
(ποίηση ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ)

Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Σωτήρης Γάκος, "Επί σκηνής"



ΘΕΑΤΡΙΝΟΙ

Περάσανε τα χρόνια και ζήσαμε όλοι μαζί την ευτυχία,
την ευτυχία να έχουμε ο ένας τον άλλο
μαζί πάνω στη σκηνή:
να περπατάμε, να πέφτουμε, να φωνάζουμε και να ζη-
                                           τάμε τα πάντα από τη ζωή.
Τίποτα δε μας χαρίστηκε ακόμα, για πάντα θα πα-
                                                                     λεύουμε
να έχουμε απλά ο ένας τον άλλο.
Σηκώσαμε το πανό που γράφει πάνω τ’ όνομά μας με
                                                            κόκκινη μπογιά.
- Παλέψαμε για το ψέμα ή για την αλήθεια;
- Παλέψανε για το χαβά τους!
Μα η αλήθεια είναι πάντα νωπή και στάζει.



Από την ποιητική συλλογή
του Σωτήρη Γάκου «Επί σκηνής»
εκδ. ARS POETICA 2013

Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Γιάννης Σ. Μπέτσας, "Nocturne"


Enrico Garff, Nocturne
(Detail from Shchedrin's Naples's Night)


NOCTURNE

Καληνύχτα, Romina μου!
Φεγγαρόλουστο το γιατάκι σου κι απόψε.
Το ολόγιομο φεγγάρι στερνή απαντοχή σου.
Τώρα, που το κελάηδημα των σπίνων
πρόωρα αναγγέλλει το χειμώνα στην ψυχή σου.
Κλείσε τα μάτια σου,
άνοιξε το χέρι σου, φτωχή μου Romina!
Κάθε χαρακιά πάνω του μια ιστορία απόγνωσης
στην ασχημοσύνη του κόσμου τούτου
που, γενιές ολόκληρες, κάθε Romina υπομένει.

Βρέχει τη γη το δάκρυ της άμοιρης μάνας
και την ποτίζει με ζεστασιά μεγάλη,
τη γιομίζει με μητρικό πόνο.
Κι η μάνα γη λευτερώνεται κι αυτή απ’ το ασήκωτο βάρος
ποθεί να ενώσει το δάκρυ της με την καυτή σταγόνα.

Άρχισε να βρέχει Romina μου!
Κοιμήσου τώρα το λεύτερο νομαδικό σου ύπνο.
Το ξημέρωμα ο άνθρωπος, βαλμένος στο μανδύα του,
θα σου γνέθει πέπλο συμπόνιας
γεμάτος στιγμιαία πίκρα κι απογοήτευση,
έμπλεος από κρυφή χαρά.
Καληνύχτα, Romina μου!



Από την ενότητα «ΙΣΗΜΕΡΙΕΣ»
ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΠΥΡΗΝΑΣ – ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, Ενδυμίων 2012 

Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

Δημήτριος Ιορδ. Καρασάββας, "Πέντε Σπονδές"

         



Αιμάτινο

Στην Ευκράντη

Βότσαλα των ακτών
φύκια της  αβύσσου
αστερίες και ιππόκαμποι,
το σώμα μου.



Κοραλλιογενές

Στην Σαώ

Μία υποψία αγάπης
απασχολεί το νου μου
τόσο
που έγινε κοράλι.



Μυστικομύηση

Στην Ευδώρη

Ο πατέρας μου πάτησε
μια φαρμακερή δράκαινα
κι έμαθε όλα τα μυστικά
της θάλασσας.



Τζώννυ Ρουκ

Στην Μελίτη

Στις μεταμορφώσεις μου
κατέληξα μυστηριωδώς
ένας απογοητευμένος
ληστογλάρος ονείρων.



Δικαιολογίες

Στην Ευλιμένη

Τρεις χιλιάδες ναυτικά μίλια
χωρίζουν τις καρδιές μας,
τρεις χιλιάδες δικαιολογίες
πλάθουν την αυταπάτη μας.



Από την ποιητική συλλογή
του Δημ. Ι. Καρασσάβα «Σπονδές»,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ του ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ

Κυριακή 19 Μαΐου 2013

Παύλος Παρασκευαΐδης, "Πρωτομαγιά"


«Το τελευταίο φλυτζανάκι νερό».
Χαρακτικό του Γ. Φαρσακίδη, 1954 απο το λεύκωμά του «Μακρόνησος»


Πρωτομαγιά, χαρακτικό Γ. Φαρσακίδη

Στην πορεία της τελευταίας πρωτομαγιάς τα πράματα πήρανε μια ανεξέλεγκτη τροπή και λίγο έλειψε να έχουμε θύματα. Όλα εκτυλίχτηκαν ξαφνικά όταν στο κύριο σώμα της πορείας παρεισέφρησαν κάποιοι ασπρόμαυροι άνθρωποι. Γιατί ήταν τέτοια η οργή τους που ως λέγανε δεν είχανε βρει ακόμα το δίκαιό τους κι έδειξαν ομολογουμένως μια ιδιαίτερη επιθετικότητα απέναντι στα όργανα της τάξης. Και ειλικρινά δεν φαινόταν να ηρεμεί η κατάσταση καθώς η αστυνομία έμοιαζε ανήμπορη απέναντι στην ιστορική αυτή κατακραυγή ωσότου δηλώθηκε μια κλοπή ενός χαρακτικού έργου. Στις αλλεπάλληλες ερωτήσεις των αστυνομικών απεδείχθη πως το κάδρο και το φόντο του χαρακτικού ήταν απείραχτα. Εκείνο που είχε κλαπεί ήταν οι φιγούρες του έργου και τότε μα μόνον τότε αντελήφθη ο αστυνομικός διευθυντής το μέγεθος αυτού του ιστορικού γεγονότος. Με την απειλή της καταστροφής του εναπομείναντος χαρακτικού κατάφεραν και πείστηκαν οι ασπρόμαυροι άνθρωποι να επιστρέψουν εκεί όπου ανήκαν. Έκτοτε το χαρακτικό του Γ. Φαρσακίδη φιλοξενείται σε ένα υπόγειο του αστυνομικού μεγάρου όπου φρουρείται σε εικοσιτετράωρη βάση προς αποφυγήν παρόμοιων περιστατικών κοινωνικής έκρηξης. Τον τελευταίο καιρό παρατηρείται μια έντονη κινητικότητα των ασπρόμαυρων ανθρώπων εντός του κάδρου αλλά οι προσπάθειες της ασφάλειας να αποκωδικοποιήσουν τα ύποπτα δρώμενα έχουν πέσει στο κενό. Κάποιοι αξιωματικοί αναφέρθηκαν στην απροσδιόριστη ικανότητα αυτού του χαρακτικού να δημιουργεί εμμονές και ψευδαισθήσεις υποβαθμίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον κίνδυνο που εγκυμονεί. Ένας ιστορικός τέχνης σχολίασε πως επιτέλους η αστυνομία άρχισε να καταλαβαίνει από τέχνη.



Προδημοσίευση από την ποιητική συλλογή
του Παύλου Παρασκευαΐδη:
«ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΕΡΙΝΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ»,
που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ενδυμίων

Σάββατο 18 Μαΐου 2013

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, "Πέντε Χαϊκού"




II

Τι απομένει
απ’ ολόκληρη νύχτα;
Ένα άρωμα.


V

Δεν χαίρομαι πια
τις μυγδαλιές στον κήπο,
που σε θυμίζουν.


X

Αυτό το χέρι
σου χάιδεψε κάποτε
τα ξανθά μαλλιά.


XII

Φεγγαρόφωτο,
ο ίσκιος που μακραίνει
είναι μονάχος.


XV

Πέρα μια τρίλια.
Τ’ αηδόνι άθελά του
παρηγοριά σου.


μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης

Από τον τόμο
Χόρχε Λουίς Μπόρχες «ΠΟΙΗΜΑΤΑ»,
εκδ. Ελληνικά Γράμματα 2006


GOTAN PROJECT - Vuelvo Al Sur

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Νίκος Γ. Ψαράκης, "Γενέθλια"



ΓΕΝΕΘΛΙΑ

Οι μέρες των σαράντα μου χρόνων
                        ανέβαιναν στον ουρανό.
Και έπρεπε να πιστέψω
ότι ο γλάρος πάνω απ’ τη θάλασσα
ήξερε πιο καλά την ιστορία μου
κι ο βράχος στ’ ακρωτήρι
ήταν ο πιο κατάλληλος να μου διδάξει
                         την αντοχή των ανέμων.

Ανέβαιναν οι μέρες μου
και το ξηρό χορτάρι κι η κληματίδα τ’ απόγευμα
συνηγορούσαν στην αποδοχή μου.

Πιο πέρα οι στιγμές γινόταν βάραθρα
που οι φίλοι μου χάνονταν ή σώνονταν για πάντα.
Κι ακόμα στον απροσπέλαστο χώρο
που οδηγούσαν πόρτες επτασφράγιστες
στον άγγελο που ανατέθηκε η ζωή μου
έβλεπε αν λιγόστευε το λιβάνι των ημερών μου

Το παλιό και το νέο
έπρεπε από τούδε να ζουν μαζί.
Το νέο με τον άδικο κομπασμό του
και το παλιό όπως το βετεράνο
δεν του αρέσει πια να εξιστορεί
κατορθώματα και ήττες.

Μέσα του ένας πελαργός
που σέρνει το τραυματισμένο πόδι του
στην παραλία.



Από την ενότητα:
«ΑΠΟΘΗΚΗ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ»
ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΠΥΡΗΝΑΣ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, Ενδυμίων 2012

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Βασίλης Δασκαλάκης, "Ρεβανί λόπκα"



Ρεβανί λόπκα

                            στο Σάκη Τότλη

καταρράκτης ακτής σφαιρικής
νευρική κρίση στα ψηλά γκρέμια
φτύνω οδοντικά σύμφωνα
ο βάτραχος πανηγυρίζει
το Βατερλό του πρίγκιπα
βγάζω το φρύδι με τανάλια
ακροβάτες ύπνου
καλά παιδί μου
ανθίζουνε λειχήνες μες στο κρύο
ευωδίες από την κόλαση
να σβήνουν τα κιτάπια

εσέρνανε στο δρόμο τα κουφάρια
στην κατοχή άνοιξη - θέρος
όλοι τους ανήξεροι τάχα
εσέρναν και το κουτσό σκυλί
στα τρία πόδια αλυχτούσε ο φίλος
πρόσφυγας έγινε ξανά στον τόπο του
κι η μούσα ψιθυρίζει:
«έλα γενναίε μου και έμπα ξανά
στο πάλλευκο ιερό μου»

και σαν σκορπιός που κρύβεται στα χώματα
το δηλητήριο φύλαξε
για τους εχθρούς
που αέναα στα περιβόλια κρύβονται


(Το ποίημα "Ρεβανί λόπκα" είναι από την ανέκδοτη συλλογή
του Βασίλη Δασκαλάκη "Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ  ΤΗΣ  ΗΤΤΑΣ"
και δημοσιεύεται για πρώτη φορά)